ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΔΙΟΔΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ

Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 1194
Ετος: 2012
Περίληψη
Υποχρέωση παροχής διόδου σε περίκλειστο ακίνητο -. Οι διατάξεις αυτές του ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία ακίνητο είτε αστικό, είτε αγροτικό, είτε οικοδομημένο ή μη, είτε εντός, είτε εκτός ρυμοτομούμενου σχεδίου κείμενο, στερείται την αναγκαία δίοδο προς δρόμο δημόσιο, δημοτικό ή κοινοτικό. Εκ του ότι δε κατά την πολεοδομική νομοθεσία απαγορεύεται η δημιουργία δρόμων χωρίς έγκριση της αρμόδιας διοικητικής Αρχής, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του ΑΚ επί ακινήτου που κείται εντός σχεδίου πόλης. -. Οι διατάξεις αυτές του ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία ακίνητο είτε αστικό, είτε αγροτικό, είτε οικοδομημένο ή μη, είτε εντός, είτε εκτός ρυμοτομούμενου σχεδίου κείμενο, στερείται την αναγκαία δίοδο προς δρόμο δημόσιο, δημοτικό ή κοινοτικό. Εκ του ότι δε κατά την πολεοδομική νομοθεσία απαγορεύεται η δημιουργία δρόμων χωρίς έγκριση της αρμόδιας διοικητικής Αρχής, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του ΑΚ επί ακινήτου που κείται εντός σχεδίου πόλης.

Απόφαση

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1012 επ ΑΚ, που αφορούν στην υποχρέωση παροχής διόδου, προκύπτει, ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία ακίνητο είτε αστικό, είτε αγροτικό, είτε οικοδομημένο ή μη, είτε εντός είτε εκτός ρυμοτομουμένου σχεδίου κείμενο, στερείται την αναγκαία δίοδο προς δρόμο δημόσιο, δημοτικό ή κοινοτικό. Εκ του ότι δε, κατά το ν.δ. της 17 Ιουλ./16 Αυγ.1923 “περί σχεδίου πόλεων” (ήδη άρθρα 152, 153 και 160 του π.δ. της 14/27.7.1999 “Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας”) απαγορεύεται η δημιουργία δρόμων χωρίς έγκριση της αρμόδιας διοικητικής Αρχής, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων των άρθρων 1012 επ.ΑΚ επί ακινήτου που κείται εντός σχεδίου πόλης και στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για διάνοιξη ή δημιουργία κοινόχρηστου δρόμου, ως το ανωτέρω διάταγμα υπονοεί, αλλά για δίοδο με την κοινή σημασία του όρου, που αποτελεί νόμιμο περιορισμό της κυριότητας του γειτονικού ακινήτου υπέρ του ακινήτου που στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο. Επομένως, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, που δίκασε ως Εφετείο, με το να εφαρμόσει τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1012 επ.ΑΚ επί της ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων, με την οποία ζητήθηκε η παροχή διόδου από τα ακίνητα των ήδη αναιρεσειουσών εναγομένων, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ.1 ΚΠολΔ, εκ του ότι το ακίνητο για το οπίο ζητήθηκε η παροχή διόδου κείται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του οικισμού του Δημοτικού Διαμερίσματος της Αρχαίας Κορίνθου, γι’ αυτό και οι συναφείς λόγοι αναίρεσης, πρώτος και τρίτος, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
ΙΙ. Κατ’ άρθρο 1012 ΑΚ, αν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο, έχει δικαίωμα ο κύριός του να απαιτήσει δίοδο από τους γείτονες έναντι ανάλογης αποζημίωσης. Και κατ’ άρθρο 1013 του ίδιου Κώδικα η κατεύθυνση της διόδου και η έκταση του δικαιώματος για τη χρήση της, καθώς και η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί, καθορίζονται με δικαστική απόφαση. Με τις διατάξεις αυτές καθορίζονται οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες ο κύριος περίκλειστου ακινήτου δύναται να απαιτήσει από τους γείτονες παροχή διόδου προς το δρόμο. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι ο ενάγων κύριος αδιέξοδου ακινήτου αρκεί να εκθέτει στην αγωγή του περί παροχής διόδου, ότι κατάλληλη κατά την άποψή του δίοδος είναι η προτεινόμενη ενδιαμέσως του κτήματος του εναγομένου, στον τελευταίο δε εναπόκειται να ισχυρισθεί και να αποδείξει προς απόκρουση της αγωγής ότι είναι δυνατή η παροχή άλλης διόδου προσφορότερης και λιγότερο επιζήμιας. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.
Στην προκείμενη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: “Οι ενάγοντες (και ήδη αναιρεσίβλητοι) συγκύριοι ενός αγροτικού ακινήτου εκτάσεως 1.163,90 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση “ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ” του Δημοτικού Διαμερίσματος Αρχαίας Κορίνθου και συνορεύει βόρεια με Χ. Τ., νότια με πρώτη εναγομένη, ανατολικά με Χ. και δυτικά με Ι. και Γ. Π.. Το ακίνητο αυτό απέκτησαν η μεν πρώτη κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου με το υπ’ αριθμ. …/1972 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Κορίνθου Σπ. Γαρούφη από την Ε. Μ., κατά ποσοστό 2/6 με το υπ’ αριθμ. …/1962 συμβόλαιο αγοράς του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου από το Ν. Β. Μ. και σε ποσοστό 2/16 από κληρονομιά του συζύγου της Φ. Β., την οποία αποδέχθηκε με την υπ’ αριθμ. …/2004 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Τριγάζη, με την οποία απεδέχθησαν και οι λοιποί την κληρονομιά του ιδίου ως άνω αποθανόντος πατρός τους κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου έκαστος, των ανωτέρω συμβολαίων νομίμως μεταγραφέντων, γενόμενοι έτσι συγκύριοι αυτού κατά τα ανωτέρω ποσοστά, έκτοτε δε ενεργούν επ’ αυτού όλες τις νόμιμες διακατοχικές πράξεις, που αρμόζουν στη φύση και τον προορισμό του. Περαιτέρω η πρώτη εναγομένη είναι κυρία ενός αγροτικού ακινήτου εκτάσεως 1.600 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια ως άνω περιοχή και συνορεύει βόρεια με ενάγοντες και εν συνεχεία ιδιοκτησία Π., νότια με δεύτερη και τρίτη εναγόμενες και Χ. Τ., ανατολικά με Χ., δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστων, το οποίο απέκτησε εκ κληρονομιάς του αποβιώσαντος παππού της, Π. Λ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/2000 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κορίνθου Αντωνίου Ρομπόκου, νομίμως μεταγεγραμμένου. Επίσης, η δεύτερη των εναγομένων είναι κυρία ενός οικοπέδου μετά της εντός αυτού υφισταμένης διωρόφου οικοδομής, το οποίο απέκτησε με το υπ’ αριθμ. …/1985 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κορίνθου Μιχ. Μπενέκου από τη Μ. συζ. Δ. Μ., επί του οποίου συνεστήθη οροφοκτησία με την υπ’ αριθμ. …/1993 πράξη της συμβολαιογράφου Κορίνθου Δ. Καβέτσου, εν συνεχεία δε παραχώρησε την ψιλή κυριότητα λόγω γονικής παροχής του Α’ ορόφου στην τρίτη εναγομένη με το υπ’ αριθμ. …/1993 συμβόλαιο της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου Δ. Καβέτσου, των ανωτέρω συμβολαίων νομίμως μεταγραφέντων. Το ακίνητο αυτό συνορεύει βόρεια με ως άνω ακίνητο της πρώτης εναγομένης, ανατολικά με Χ., δυτικά με Χ. Τ. και νότια με δημοτική οδό. Μεταξύ της τελευταίας (οδού) και του ακινήτου των εναγόντων, που στερείται πρόσβασης προς οποιαδήποτε οδό, παρεμβάλλονται τα ακίνητα των εναγομένων, μέσω των οποίων οι πρώτοι ζητούν την παροχή διόδου πλάτους 5 μ. και μήκους (18,29 μ συν 8μ=) 26,29 μ., με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο και κατά μήκος των ανατολικών ορίων των ακινήτων των εναγομένων – διερχόμενη εντός των ακινήτων των εναγομένων – αρχόμενη από το νοτιοανατολικό όριο της ιδιοκτησίας των εναγόντων, πλάτους πέντε μέτρων από ανατολάς προς δυσμάς, εφαπτομένη με τα (δυτικά) όρια της προς ανατολάς ιδιοκτησίας Χ. (ή, ήδη, Γ. και Μ. Ψ.), και καταλήγουσα στη δημοτική οδό πλάτους επτά μέτρων και δέκα εκατοστών (7,10 μέτρων). Η πρώτη εναγομένη συνομολογεί τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και συναινεί στη δημιουργία της επίδικης διόδου, ως εξυπηρετούμενη και η ίδια από την αιτούμενη δίοδο. Η δεύτερη και η τρίτη των εναγομένων αρνούνται την αγωγή ως προς την αιτούμενη δίοδο και προτείνουν την παροχή διόδου μέσω ή και δια της ιδιοκτησίας Χ., η οποία είναι αγροτεμάχιο χέρσο και ακαλλιέργητο και η οποία θα κατευθύνεται είτε προς την προαναφερομένη δημοτική οδό πλάτους 7,10 μ, είτε προς την ανατολικά της ιδιοκτησίας διερχόμενη δημοτική οδό πλάτους 4 μ., μέσω των ιδιοκτησιών των εναγόντων, αγνώστου, πρώτης εναγομένης, Ι. και Γ. Π., Ε. Σ. και Χ. Τ.. Όσον αφορά τις δύο τελευταίες προτεινόμενες διόδους είναι λιγότερο πρόσφορες και περισσότερο επιζήμιες για τα ακίνητα μέσω των οποίων θα διέλθουν και τούτο διότι όσον αφορά τη μία εξ αυτών θα χωρίσει κάθετα στα δύο την ιδιοκτησία Χ. επιφέροντας σημαντική ζημία σε αυτήν, ενώ η άλλη θα διέλθει μέσω πολλών ιδιοκτησιών και όχι στο άκρο αυτών, επιπλέον δε δεν θα διέρχεται σε ευθεία γραμμή αλλά θα σχηματίζει γωνίες, η διέλευση μέσω των οποίων δημιουργεί προβλήματα χώρου, είναι δε μεγαλύτερου μήκους από την αιτουμένη. Ούτε όμως και η περαιτέρω προτεινόμενη δίοδος μέσω και της ιδιοκτησίας Χ. κατά ένα μέρος και μάλιστα κατά μήκος της δυτικής πλευράς αυτής (τουλάχιστον όσον αφορά το ακίνητο της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων) είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η πλέον προσφορότερα, λιγότερο επαχθής κ
αι επιζήμια για τα ακίνητα μέσω των οποίων θα διέλθει, αφού, έτσι, θα δημιουργηθεί δίοδος σε τεθλασμένη, αναγκαστικώς, γραμμή, μικρότερου πλάτους από την αιτουμένη, με αμφίβολη αποτελεσματικότητα. Εξάλλου και η ένσταση της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων περί καταχρήσεως δικαιώματος εκ μέρους των εναγόντων, σύμφωνα με την οποία ισχυρίζονται ότι με την τυχόν παροχή της αιτουμένης διόδου, ο χώρος του ακινήτου τους που θα απομένει δεν θα επαρκεί για την εξάντληση του συντελεστή δόμησης, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τούτο διότι αφενός μεν με την παροχή της διόδου δεν μεταβάλλεται ούτε το εμβαδόν ούτε και τα όρια του ακινήτου τους, πολλώ δε μάλλον δεν απόλλυται τμήμα του ακινήτου, ώστε να επηρεάζεται άμεσα, δίχως άλλο, η αρτιότητα και η οικοδομησιμότητά του, αφετέρου δε επί του ακινήτου τους έχει ήδη ανεγερθεί διώροφη οικοδομή, ενώ αντιθέτως το ακίνητο των εναγόντων στερείται και της παραμικρής δυνατότητας εκμεταλλεύσεως λόγω έλλειψης πρόσβασης σε οδό. Κρίνεται περαιτέρω ότι η αιτούμενη δίοδος είναι πράγματι η προσφορότερα και λιγότερο επαχθής λύση για την εξυπηρέτηση των αναγκών πρόσβασης του ακινήτου των εναγόντων στην προαναφερθείσα δημοτική οδό, με την ταυτόχρονη, ωστόσο, καταβολή της ανάλογης αποζημίωσης προς τις εναγόμενες, που ανέρχεται σε 4.572,5 ευρώ για την πρώτη εναγομένη και σε 3.000 ευρώ αναλογικά για τη δεύτερη και την τρίτη εναγομένη. Εξάλλου, ο υφιστάμενος μικρός πρόχειρος ορνιθώνας κατά μήκος των ανατολικών ορίων της ιδιοκτησίας της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, ευχερώς δύναται να μετατοπιστεί, για την ανάγκη της απρόσκοπτης λειτουργίας της αιτούμενης διόδου”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην κρίση, ότι η ένδικη αγωγή είναι βάσιμη και κατ’ουσίαν, ακολούθως δε δέχτηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού κράτησε την υπόθεση και τη δίκασε κατ’ουσίαν, δέχτηκε την ένδικη αγωγή και “παρέσχε δίοδο συνολικού μήκους … είκοσι έξι μέτρων και είκοσι εννέα εκατοστών (26,29 μέτρων) και πλάτους πέντε (5) μέτρων στους (ήδη αναιρεσιβλήτους) ενάγοντες και υπέρ του ακινήτου τους και εις βάρος των ακινήτων των (ήδη αναιρεσειουσών) εναγομένων, με κατεύθυνση από βορρά προς Νότο … αρχόμενη από το νοτιοανατολικό όριο της ιδιοκτησίας των εναγόντων … εφαπτόμενη με τα (δυτικά) όρια της προς ανατολάς ιδιοκτησίας Χ. … και καταλήγουσα στη δημοτική οδό πλάτους επτά μέτρων και δέκα εκατοστών (7,10 μέτρων)” επί καταβολή της ανάλογης πιο πάνω αποζημίωσης, από τις (ήδη αναιρεσείουσες) εναγόμενες. Κρίνοντας, έτσι, το πιο πάνω Δικαστήριο, που, με βάση τις παραδοχές αυτές, δέχτηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων περί παροχής της αξιούμενης διόδου, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1012 και 1013 του ΑΚ, ούτε μάλιστα εκείνη του άρθρου 6 του π.δ. της 24-4-3.5.1985, ως αντικαταστάθηκε, και 25 του Γ.Ο.Κ., για τη σύσταση- κατά το ΓΟΚ- δουλειών σε ακίνητα, που επικαλούνται οι αναιρεσείουσες και δεν έχουν, υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα εδώ εφαρμογή. Γι’ αυτό οι λόγοι της αναίρεσης, δεύτερος, τέταρτος και πέμπτος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Η περιλαμβανόμενη στον πέμπτο αναιρετικό λόγο ειδικότερη αιτίαση, επίσης, από το άρθρο 560 αριθ.1 του ΚΠολΔ, για παραβίαση της ΑΚ 1012, διότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε, δεν αντιστοιχεί στην ανάλογη με την έννοια της κανονικής και πλήρους αποζημίωσης που επιτάσσει η ΑΚ 1012, δεδομένου ότι η τελευταία ανέρχεται σε 11.194,95 ευρώ, είναι δηλαδή μεγαλύτερης εκείνης που επιδικάστηκε, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτη, διότι η αιτίαση αυτή, υπό την επίκληση ότι παραβιάστηκε η ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1012 ΑΚ, πλήττει στην πραγματικότητα την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1.9.2010 αίτηση των 1) Α. χας Γ. Χ., θυγ. Η. Β. κ.ά. για αναίρεση της 115/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου που δίκασε ως Εφετείο.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουνίου 2012.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ ΝΟΜΙΚΌ ΒΗΜΑ