ΑΡΙΘΜΟΣ 4154/2015 – TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ – ΤΜΗΜΑ Δ’ (ΠΕΡΙΛΗΨΗ) :
Αθέμιτη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων – Χορήγηση από την Υπηρεσία Πολεοδομίας Δήμου σε τρίτον αντιγράφου αίτησης (καταγγελίας) προσώπου, χωρίς την συναίνεση του τελευταίου (υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων) – Περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται συναίνεση του υποκειμένου για την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :
3. Ο ίδιος νόμος (2472/1997) προβλέπει στο μεν άρθρο 4 ότι: «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) …», στο δε άρθρο 5 ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν : α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων ή για τη λήψη μέτρων κατόπιν αιτήσεως του υποκειμένου κατά το προσυμβατικό στάδιο, β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο. γ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου, εάν αυτό τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεση του. δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα, ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Εξάλλου, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι « … 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς» και στο άρθρο 12 ότι «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως. 2. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών… 4. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή εάν η απάντηση του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή…». … Τέλος, το άρθρο 5 του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητική Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α’ 45), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 2880/2001 (Α’ 9), ορίζει τα εξής: «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Οποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης.
4. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής : ο παρεμβαίνων …, με την από 25.1.2002 αίτηση του προς τον Δήμο …, διαμαρτυρήθηκε για την, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 4 και 5 παρ. 1στ’ του ν. 2734/1999, λειτουργία οίκων ανοχής στην περιφέρεια του εν λόγω δήμου και ζήτησε την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού και, ειδικότερα, την, κατά το άρθρο 6 παρ. 3 του εν λόγω νόμου, σφράγιση των ως άνω οίκων ανοχής, κατά προτεραιότητα δε εκείνων που στεγάζονται στα κτίρια επί της οδού … και …, μεταξύ δύο δικών του ακινήτων (επί της οδού … και …). Εξάλλου, κατόπιν της από 3.1.2002 καταγγελίας του παρεμβαίνοντος για εκτέλεση οικοδομικών εργασιών χωρίς άδεια στους οίκους ανοχής που λειτουργούν στα κτίρια επί της οδού … διενεργήθηκε αυτοψία στα κτίρια αυτά από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων και συντάχθηκαν οι … εκθέσεις, με τις οποίες διαπιστώθηκαν οικοδομικές παραβάσεις στα ανωτέρω κτίρια, εκδόθηκαν δε οι ταυτάριθμες, από 4.2.2002, πράξεις διακοπής οικοδομικών εργασιών, αντιστοίχως. Κατόπιν τούτων, η …, η οποία στην σχετική έκθεση αυτοψίας αναφέρεται ως ιδιοκτήτρια του κτιρίου επί της οδού …, με την από 6.2.2002 αίτηση της προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ζήτησε «να δοθεί εντολή για αντίγραφο καταγγελίας εις βάρος [της] στην Πολεοδομία …». Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε την ίδια ημέρα εισαγγελική παραγγελία προς την «Πολεοδομία … » με το εξής περιεχόμενο: «Σας αποστέλλουμε τη συνημμένη αίτηση της … και παρακαλούμε για την κατά νόμο εκτίμηση των διαλαμβανομένων σ’ αυτήν και τις εντεύθεν επιβαλλόμενες ενέργειες σας», ακολούθως δε παραδόθηκαν στην … από τον αιτούντα δήμο, αντίγραφα τόσο της από 3.1.2002 καταγγελίας του παρεμβαίνοντος για τις παραβάσεις αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, όσο και της από 25.1.2002 αίτησης του περί εφαρμογής των διατάξεων του ν. 2734/1999. Περαιτέρω, ο παρεμβαίνων – με αφορμή τηλεοπτικές εκπομπές, στις οποίες μεταδόθηκαν, επιλεκτικά, αποσπάσματα της ανωτέρω από 25.1.2002 αίτησης του με δυσφημιστική αναφορά στο πρόσωπο του – κατέθεσε στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα την από 20.4.2002 αίτηση – καταγγελία για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του από τις υπηρεσίες του αιτούντος Δήμου χωρίς την έγκριση του. Ενόψει τούτων, η Αρχή, με την 43/2003 απόφαση της (προσβαλλόμενη πράξη), δέχθηκε ότι η ανωτέρω εισαγγελική παραγγελία «δεν είχε την παραμικρή σχέση» με την από 25.1.2002 αίτηση του παρεμβαίνοντος, εφόσον αυτή «δεν περιείχε οποιαδήποτε καταγγελία κατά της …, της οποίας το όνομα ούτε καν αναφερόταν εκεί» και ότι «η χορήγηση αντιγράφου της από 25.1.2002 αίτησης του … από τις υπηρεσίες πολεοδομίας του Δήμου … στην … συνιστά παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
5. Επειδή, εν προκειμένω, το περιεχόμενο της από 25.1.2002 αίτησης του παρεμβαίνοντος αποτελούσε προσωπικό δεδομένο αυτού (άρθρο 2 περ. α’ ν. 2472/1997), η χορήγηση δε αντιγράφου αυτής από τον αιτούντα Δήμο στην … συνιστά μορφή επεξεργασίας του δεδομένου αυτού (άρθρο 2 περ. δ’ ν. 272/1997), για την επεξεργασία δε αυτή δεν ζητήθηκε ούτε δόθηκε η απαιτούμενη κατ’ αρχήν συγκατάθεση του παρεμβαίνοντος, ως υποκειμένου του εν λόγω δεδομένου, κατά το άρθρο 2 περ. ια’ του ν. 2472/1997.
Εξάλλου, από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, ενόψει, ιδίως, του ως άνω περιεχομένου της από 6.2.2002 εισαγγελικής παραγγελίας και της σχετικής αιτήσεως της …, η οποία υποβλήθηκε αμέσως μετά τη διακοπή των οικοδομικών εργασιών στο κτίριο της οδού …, προκύπτει σαφώς ότι τόσο η αίτηση αυτή όσο και η εισαγγελική παραγγελία αφορούσαν αποκλειστικώς σε καταγγελία για ζητήματα αρμοδιότητας της πολεοδομικής υπηρεσίας του αιτούντος Δήμου, ήτοι στην από 3.1.2002 καταγγελία του παρεμβαίνοντος, και όχι στην από 25.1.2002 αίτηση αυτού, η οποία αναφερόταν αποκλειστικά σε ζητήματα εφαρμογής του ν. 2734/1999. Αβασίμως, ως εκ τούτου, προβάλλει ο αιτών Δήμος ότι η χορήγηση από αυτόν στην … αντιγράφου της από 25.1.2002 αίτησης του παρεμβαίνοντος εκαλύπτετο από την εν λόγω εισαγγελική παραγγελία και ήταν, συνεπώς, επιβεβλημένη κατά το άρθρο 25 παρ. 4 του ν. 1756/1988. Περαιτέρω, εφόσον, κατά τα εκτεθέντα, η … δεν είχε ζητήσει τη χορήγηση αντιγράφου της αίτησης αυτής (ανεξαρτήτως αν είχε «ειδικό έννομο συμφέρον» προς τούτο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 2690/1999, το οποίο επικαλείται ο αιτών Δήμος), η χορήγηση του εν λόγω αντιγράφου, η οποία συνιστά επεξεργασία, κατά τα εκτεθέντα, προσωπικών δεδομένων του …, δεν ήταν επιτρεπτή χωρίς τη συγκατάθεση αυτού, βάσει των διατάξεων των περ. β’ και δ’ (εκ παραδρομής αναφερόμενης στο δικόγραφο ως περ. ε’) της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, τις οποίεςαβασίμως επικαλείται ο αιτών Δήμος (ήτοι ως επεξεργασία «αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας που επιβάλει ο νόμος» ή «αναγκαία για την εκτέλεση δημοσίου συμφέροντος που εμπίπτει στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα»). Κατόπιν τούτων, είναι νομίμως αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, η κρίση της Αρχής ότι δεν ήταν νόμιμη η επίμαχη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του παρεμβαίνοντος, η οποία, όπως ρητώς αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη πράξη, συνίσταται στη χορήγηση από τον αιτούντα Δήμο στην … αντιγράφου της από 25.1.2002 αίτησης του παρεμβαίνοντος και όχι, όπως υπολαμβάνει εσφαλμένα ο αιτών Δήμος, στη γνωστοποίηση του ονοματεπωνύμου και της διεύθυνσης του. Στη νομιμότητα δε της κρίσης αυτής δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη πράξη γίνεται αναφορά και σε ορισμένα σημεία της ανωτέρω αίτησης του παρεμβαίνοντος, τα οποία, μετά τη χορήγηση του αντιγράφου αυτής από τον αιτούντα Δήμο στην …, μεταδόθηκαν και σχόλιάσθηκαν σε τηλεοπτικές εκπομπές. Είναι, συνεπώς απορριπτέος ως αλυσιτελής ο λόγος ακυρώσεως περί αντιφατικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης ως προς την ερμηνεία των εν λόγω σημείων της αίτησης αυτής.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Απορρίπτει την παρέμβαση.
Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος την δικαστική δαπάνη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013 και στις 28 Σεπτεμβρίου 2015
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Γ. Παπαγεωργίου Ι. Παπαχαράλαμπους
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Νοεμβρίου 2015.