Νόμιμη μοίρα είναι το ελάχιστο τμήμα της περιουσίας, που οφείλει να αφήσει ο κληρονομούμενος σε κάθε πρόσωπο από αυτά που την δικαιούνται κατά νόμο. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιούται ο κληρονομούμενος να στερήσει τα πρόσωπα αυτά από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας (αποκλήρωση).
Η νόμιμη μοίρα είναι νοητή τόσο στην διαδοχή εκ διαθήκης όσο και στην εξ αδιαθέτου διαδοχή.
Δικαίωμα νόμιμης μοίρας έχουν : α) οι κατιόντες του κληρονομουμένου, β) οι γονείς του κληρονομουμένου καθώς και γ) ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, εφόσον όλοι αυτοί θα καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι.
Η νόμιμη μοίρα ισούται με το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας (π.χ. για τον επιζώντα σύζυγο που κληρονομεί μαζί με έστω έναν κατιόντα του κληρονομουμένου, η νόμιμη μοίρα του ισούται με το 1/8 [1/4 : 2]). Κατά το ποσοστό δε της νόμιμης μοίρας ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος.
Η νόμιμη μοίρα υπολογίζεται, σε γενικές γραμμές, ως εξής :
Ως βάση λαμβάνεται η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα δεκτικά κληρονομικής διαδοχής περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν κατά το χρόνο αυτό στην κληρονομιά (πραγματική κληρονομική ομάδα). Στην πραγματική κληρονομική ομάδα προστίθενται και θεωρούνται ότι υπάρχουν στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία που είχαν κατά τον χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα, σε μεριδούχο, είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο, και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατο του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρεπείας ή ηθικό καθήκον. Μετά τον καθορισμό της αυξημένης (πλασματικής) αυτής κληρονομικής ομάδας θα εξευρεθεί, με βάση αυτή, η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου (βλ. ΟλΑΠ 1404/1984, ΑΠ 1231/2009).
Αναλυτικά, τα βήματα που ακολουθεί κανείς για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας είναι τα εξής (εντός παρενθέσεως γίνεται υπολογισμός επί υποθετικής περίπτωσης έγγαμου κληρονομουμένου με δύο παιδιά, που κατέλιπε όλη την κληρονομιά του στο β’ τέκνο του και στην εν ζωή σύζυγό του):
α) Εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (π.χ. 300.000 ευρώ).
β) Αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς (στο παράδειγμά μας, 300.000 – 30.000 χρέη – 2.000 έξοδα κηδείας = 268.000).
γ) Στο ποσό που απομένει, μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προστίθενται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι τυχόν παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους (στο παράδειγμά μας, 268.000 + 62.000 παροχή εν ζωή προς α’ τέκνο
+ 70.000 παροχή εν ζωή προς β’ τέκνο = 400.000).
δ) Με βάση αυτή την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα που προσδιορίστηκε θα εξευρεθεί η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου (στο παράδειγμά μας η νόμιμη μοίρα του α’ τέκνου ισούται με 75.000) [3/8 : 2 = 3/16], [3/16 Χ 400.000 = 75.000].
ε) Από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) θα αφαιρεθεί η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν έχει λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά (π.χ. 75.000 – 62.000 = 13.000).
στ) Αν προκύπτει ότι έχει καταλειφθεί σε αυτόν λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα του θα σχηματισθεί ένα κλάσμα με αριθμητή το υπόλοιπο από την παραπάνω αφαίρεση και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία (χωρίς αφαίρεση των παραπάνω χρεών και δαπανών) θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του (βλ. ΟλΑΠ 935/1975) (Σημείωση : Αν στον μεριδούχο έχει καταλειφθεί συγκεκριμένο (δήλο) πράγμα, που δεν συμπληρώνει τη νόμιμη μοίρα του, πρέπει η αξία του να αφαιρεθεί και από τον παρονομαστή του παραπάνω κλάσματος, διότι, για την ανεύρεση του συμπληρώματος της νόμιμης μοίρας του έχει αφαιρεθεί η αξία του πράγματος τούτου από την αξία της νόμιμης μοίρας, διαφορετικά θα υπολογιζόταν δύο φορές η αξία του [βλ. ΑΠ 1231/2009, 511/1982]).
Το κλάσμα αυτό ή ο δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, αποτελεί το ποσοστό, το οποίο πρέπει να λάβει ο μεριδούχος, πέραν εκείνων που τυχόν είχαν καταλειφθεί σε αυτόν, αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να συμπληρωθεί η ληπτέα νόμιμη μοίρα του. Έτσι στο παράδειγμά μας το α’ τέκνο θα δικαιούται να λάβει ως συμπλήρωμα της νόμιμης μοίρας του το 5,4%, αθροιστικά, επί των κληρονομιαίων στοιχείων που καταλείφθηκαν στο β’ τέκνο και στην σύζυγο του αποβιώσαντος, διότι : (75.000 – 62.000 = 13.000), (300.000 – 62.000 = 238.000), άρα 13.000 : 238.000 = 0,054 ή 5,4%.
Τέλος, το ποσοστό δε που θα λάβει ο μεριδούχος από την κληρονομική μερίδα καθενός εκ των κληρονόμων θα εξαρτηθεί από το ποσοστό συμμετοχής καθενός εξ αυτών στην κληρονομιά του αποβιώσαντος (π.χ. αν το β’ τέκνο έλαβε κληρονομιαία στοιχεία αξίας 225.000 ευρώ και η σύζυγος έλαβε κληρονομιαία στοιχεία αξίας 75.000 ευρώ, το α’ τέκνο θα λάβει ποσοστό 4,05 %, περίπου, από την κληρονομιά του β’ τέκνου (225.000 : 300.000 = 0,75 Χ 5,4% = ) και 1,35 %, περίπου, από την κληρονομιά της συζύγου (75.000 : 300.000 = 0,25 Χ 5,4% = 1,35%).