ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ – ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΟΥ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 20/2015 – ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΠΕΡΙΛΗΨΗ) :

paraksenoi-nomoi1

Προσωρινή Διαταγή – Απαγόρευση πραγματικής και νομικής μεταβολής της περιουσίας του καθ’ ου – Μεταβίβαση ακινήτου παρά την ύπαρξη απαγόρευσης – Ακυρότητα μεταβίβασης, κατ’ άρθρο 176 ΑΚ (απαγόρευση διάθεσης λόγω αντίθεσης σε δικαστική απόφαση) και 691 παρ. 2 ΚΠολΔ – Επίκληση μόνο από τον υπέρ ου η προσωρινή διαταγή, εφόσον διατηρεί έννομο συμφέρον – Η απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν αναιρεί την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του υπέρ ου, εφόσον δικαιωθεί στην τακτική επί της διαφοράς με τον καθ’ ου (η προσωρινή διαταγή) δίκη – Αντίθετη μειοψηφία.

(Απόσπασμα από το σκεπτικό της απόφασης ) :

Κατά μεν το άρθρο 175 εδ. α’ ΑΚ, η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη, αν ο νόμος την απαγορεύει, κατά δε το επόμενο άρθρο 176, αν την απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου έχει τάξει δικαστική απόφαση, ισχύει ότι και στην απαγόρευση από το νόμο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η προσωρινή διαταγή που εκδίδεται από το δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα, που πρέπει να ληφθούν αμέσως, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση, για την εξασφάλιση του δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, δεν είναι δικαστική απόφαση, αφού δεν περιέχει αυθεντική διάγνωση της έννομης σχέσης που ρυθμίζει, στερείται των κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 305 ΚΠολΔ στοιχείων της δικαστικής απόφασης, που ανάγονται από το νόμο σε προϋποθέσεις του κύρους αυτής, και επίσης δεν υποβάλλεται σε δημοσίευση, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 313 περ. ι’ ΚΠολΔ, προϋπόθεση του υπαρκτού της δικαστικής απόφασης. Είναι, όμως, τίτλος εκτελεστός, από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 904 παρ. 2 περ. ζ’ ΚΠολΔ. Περαιτέρω, τα ανωτέρω άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζουν, ότι οι προσωρινές διαταγές διαλαμβάνουν “τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως έως την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης” και ότι “εκτελούνται μόλις καταχωριστούν, κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που τις εξέδωσε”. Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν τη δεσμευτικότητα των προσωρινών διαταγών, με την έννοια ότι δεν προσδίδουν έννομες συνέπειες σε πράξεις που αντίκεινται στο περιεχόμενό τους και επιβάλλουν σιωπηρώς την ακυρότητα, ως κύρωση της παράβασης τους.

Από αυτά παρέπεται, ότι αν το μέτρο, που ορίστηκε με την προσωρινή διαταγή και παραβιάστηκε, συνίσταται στην απαγόρευση διάθεσης του πράγματος (μεταβολής της νομικής του κατάστασης), η μεταγενέστερη της προσωρινής διαταγής διάθεση (εκποίηση) επάγεται ακυρότητα, η οποία θεμελιώνεται όχι στο άρθρο 175 ΑΚ, αφού ο νόμος (άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ) δεν προβλέπει ακυρότητα της απαγορευμένης με προσωρινή διαταγή διάθεσης, αλλά στο άρθρο 176 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 691 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα επί δικαστικής απόφασης, με την οποία προσομοιάζει, χωρίς να είναι τοιαύτη η προσωρινή διαταγή (ΟλΑΠ 17/2009). Η ακυρότητα αυτή, που αποτέλεσμά της, κατά το άρθρο 180 ΑΚ, είναι να θεωρείται η απαγορευμένη διάθεση σαν να μην έγινε, μη επιφέρουσα το σκοπούμενο έννομο αποτέλεσμά της, έχει τον χαρακτήρα της σχετικής ακυρότητας, καθόσον έχει ταχθεί για την προστασία του συμφέροντος ορισμένου προσώπου (άρθρο 175 εδ. β ΑΚ) και δη εκείνου υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσωρινή διαταγή, και πρέπει να γίνει επίκλησή της από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο, δηλαδή τον υπερού διατάχθηκε, τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους του στην ασφαλισμένη με την προσωρινή διαταγή απαίτηση και τους δανειστές του, κατά το άρθρο 72 ΚΠολΔ. Η ως άνω σχετική ακυρότητα είναι δεκτική θεραπείας, αν αυτός που δικαιούται να την επικαλεστεί, συναινέσει στην άκυρη δικαιοπραξία ή παραιτηθεί, με οποιονδήποτε τρόπο από την επίκληση της ακυρότητας, ή απωλέσει το έννομο συμφέρον να προτείνει την ακυρότητα, διότι σε τέτοια περίπτωση ουδείς άλλος πλέον μπορεί να την προτείνει. Ως εκ τούτου η απαγορευμένη διάθεση γίνεται απρόσβλητη και δεν υπάρχει νόμιμο εμπόδιο να αναπτύξει ενέργεια έγκυρης εξ υπαρχής δικαιοπραξίας. Περαιτέρω, η έκδοση απόφασης, απορριπτικής της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η προσωρινή διαταγή, η απαγορεύουσα την μεταβολή της νομικής κατάστασης του πράγματος, μη έχουσα αναδρομική ενέργεια, σηματοδοτεί το έσχατο όριο ισχύος της προσωρινής διαταγής, επιφέρουσα παύση νομιμοποιήσεώς της για το μέλλον (ex nunc).

Συνεπώς, ο υπέρ ου εκδόθηκε η παραβιασθείσα προσωρινή διαταγή δανειστής, που δικαιώθηκε, με κύρια ή παρεμπίπτουσα κρίση, στην τακτική επί της διαφοράς με τον καθ’ ου (η προσωρινή διαταγή) δίκη, διατηρεί, παρά την απόρριψη της αιτήσεως του, έννομο συμφέρον (στερούμενος τέτοιου στην αντίθετη περίπτωση), να επικαλεστεί την υπέρ αυτού παραμένουσα σχετική ακυρότητα της απαγορευμένης διάθεσης, ως κύρωση για την παράβαση της προσωρινής διαταγής, η οποία (προσωρινή διαταγή) τελολογικώς είναι και αυτή ενταγμένη στο όλο σύστημα διασφάλισης του σκοπού της κύριας δίκης, δηλαδή της πραγμάτωσης του εξ αντικειμένου δικαίου, ώστε να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση του ουσιαστικού δικαιώματος, εναρμονιζόμενη (η κύρωση) με το αποτέλεσμα της κύριας δίκης και ανταποκρινόμενη στην αληθή κατάσταση των πραγμάτων. Ενισχυτικό δε τούτων είναι και το ότι για την έννομη τάξη δεν είναι αδιάφορη η δημιουργία (στα πλαίσια της προσωρινής δικαστικής προστασίας) κατάστασης αντίθετης προς το ουσιαστικό δικαίωμα, αφού με τη ρύθμιση και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 703 ΚΠολΔ, ανάγεται σε παράνομη συμπεριφορά, δημιουργική ιδιόρρυθμης αδικοπρακτικής ευθύνης, η υλοποίηση ασφαλιστικών μέτρων παρά την έλλειψη ουσιαστικού δικαιώματος.