omada-header-21. Ιστορική Αναδρομή

Ιδρυτικά Κράτη-μέλη: Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Κάτω Χώρες. Ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (1951) και την Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (1952).

Συνθήκες:
1) 1957 Ρώμης: Ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)
2) 1992 Μάαστριχτ (Τέθηκε σε ισχύ στις 1/11/1993): Η ΕΟΚ μεταλλάχτηκε σε Ε.Ε. (Ευρωπαϊκή Ένωση). (α) Συμφωνήθηκε η Διακυβερνητική Συνεργασία για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και αστυνόμευσης και δικαιοσύνης. (β) Επίσης, ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Πρωτοδικείο (ΠΕΚ). (γ) Θεσπίστηκε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής (ΣΛΕΕ 228), ο οποίος εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και είναι αρμόδιος να δέχεται καταγγελίες όλων των πολιτών της Ένωσης καθώς και φυσικών ή νομικών προσώπων με κατοικία ή έδρα την Ένωση για κακή διοίκηση από θεσμικά όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ε.Ε., με εξαίρεση το Δικαστήριο της Ε.Ε., κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων και να συντάσσει εκθέσεις. Αν διαπιστώσει περίπτωση κακής διοίκησης, υποβάλλει το θέμα στο αρμόδιο όργανο και του δίνει προθεσμία τριών μηνών να εκθέσει την γνώμη του. Εν συνεχεία, διαβιβάζει την έκθεσή του προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και προς το αρμόδιο όργανο. Δεν επιβάλλει κυρώσεις. (δ) Θεσπίστηκε η Αρχή της Επικουρικότητας, δηλαδή ορίστηκε ότι η δράση των Ευρωπαϊκών Οργάνων θα ενεργοποιείται, όπου η δράση των Εθνικών Οργάνων θα είναι ανεπαρκής. (ε) Καθιερώθηκε η Ευρωπαϊκή Ιθαγένεια (ΣΛΕΕ 20). Κάθε άτομο με ιθαγένεια κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) είναι Ευρωπαίος πολίτης. Επομένως, η ιθαγένεια της ΕΕ συμπληρώνει, χωρίς να αντικαθιστά, την εθνική ιθαγένεια. Η ιθαγένεια της Ένωσης, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), προβλέπει σειρά δικαιωμάτων για τους υπηκόους των κρατών μελών. Μεταξύ αυτών, το δικαίωμα προσφυγής στον Διαμεσολαβητή, το δικαίωμα υποβολής νομοθετικών προτάσεων (πρωτοβουλία πολιτών) και το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις δημοτικές και τις ευρωπαϊκές εκλογές (ΣΛΕΕ 22). Οι πολίτες της Ένωσης απολαμβάνουν του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και της διαμονής σε ολόκληρη την επικράτεια της ΕΕ (ΣΛΕΕ 21), καθώς και της διπλωματικής και προξενικής προστασίας εκτός της Ένωσης από οποιοδήποτε κράτος μέλος (ΣΛΕΕ 23) καθώς και το δικαίωμα προσφυγής στο ΔΕΚ και στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (ΣΛΕΕ 20).
3) 1997 Άμστερνταμ (Τέθηκε σε ισχύ από 1/5/1999): Βελτίωσε τη λειτουργικότητα του μηχανισμού ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απλοποίησε τη διαδικασία συναπόφασης μεταξύ των νομοθετικών οργάνων της Κοινότητας.
4) 2001 Νίκαιας: Θεσπίστηκαν οργανωτικά μέτρα για την εύρρυθμη λειτουργία των Κοινοτικών Οργάνων και θεσπίστηκε ο ΧΑΡΤΗΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ που περιέχει διατάξεις για τα ατομικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου, καθώς και τα πολιτικά δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών.
5) 2007 Λισαβόνας (Τέθηκε σε ισχύ από 1/12/2009): Με αυτήν τροποποιείται η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ), η οποία στο εξής αναφέρεται ως Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) και η Συνθήκη Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΣυνθΕΚ), η οποία μετονομάζεται σε Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), οι οποίες θα καλούνται εφεξής “οι Συνθήκες”. Επίσης, προβλέπεται δυνατότητα προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ και ο Χάρτης θεμελιωδών δικαιωμάτων αποκτά νομική δεσμευτικότητα. Επίσης, με την Συνθήκη της Λισαβόνας, η Ευρωπαϊκή Ενωση απέκτησε νομική προσωπικότητα (ΣΛΕΕ 47). Θεσπίζεται ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ε.Ε. (ΣΕΕ 18).
ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ Ε.Ε.
1961 : Συμφωνία συνδέσεως με την Ευρωπαϊκή Ένωση
1975: Αίτηση προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση
1979: Συμφωνία εντάξεως, η οποία άρχισε να ισχύει από 1-1-1981.

5000100-flag2. Σύνθεση

ΚΡΑΤΗ –ΜΕΛΗ (28): Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες (Ολλανδία), Κροατία, Κύπρος, Λεττονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία, Τσεχία, Φινλανδία.
ΜΕΛΗ ΟΝΕ (ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ): Έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως κοινό νόμισμα δεκαεννέα (19) χώρες: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες (Ολλανδία), Κύπρος, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία, Φινλανδία.
ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ Ε.Ε.: Αποτελεί αυτοτελή νομική προσωπικότητα και λόγω αυτού μπορεί να είναι φορέας δικαιωμάτων , υποχρεώσεων και αρμοδιοτήτων (ΣΕΕ 47). Η νομική προσωπικότητα θεσπίσθηκε με την Συνθήκη της Λισαβόνας. Κάθε κράτος-μέλος μπορεί να αποφασίσει την αποχώρησή του από την Ένωση. Ακολούθως, γίνεται διαπραγμάτευση με την Ένωση και συνάπτεται συμφωνία αποχώρησης (ΣΕΕ 50). Η συμφωνία αποχώρησης λαμβάνεται εξ ονόματος της ΕυρωπαΪκής Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3. Αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Α) Αποκλειστικές αρμοδιότητες (ΣΛΕΕ 3): Για θέματα που μόνο αυτή μπορεί να εκδίδει νομικά δεσμευτικές πράξεις (τελωνειακή ένωση, κανόνες ανταγωνισμού, νομισματική πολιτική, κοινή εμπορική πολιτική κλπ.).
Β) Συντρέχουσες αρμοδιότητες (ΣΛΕΕ 4): Για θέματα που μπορεί, τόσο αυτή όσο και τα κράτη–μέλη να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις (περιβάλλον, ενέργεια, εσωτερική αγορά, κοινωνική πολιτική, μεταφορές, προστασία καταναλωτή κλπ).
Γ) Συντονιστικές/Υποστηρικτικές αρμοδιότητες (ΣΛΕΕ 5): Δηλαδή, συντονίζει ή συμπληρώνει τις οικονομικές πολιτικές των κρατών – μελών για τα θέματα υγείας, παιδείας, πολιτισμού, τουρισμού, βιομηχανίας, πολιτικής προστασίας κλπ.
ΑΡΧΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΣΕΕ 4 & 5)
Α) Αρχή της δοτής αρμοδιότητας: η Ένωση ενεργεί μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν οι Συνθήκες. Κάθε αρμοδιότητα που δεν της απονέμεται ρητά από τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη-μέλη.
Αρχή της ειδικότητας ή ειδικής εξουσιοδότησης: Κάθε θεσμικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες (ΣΛΕΕ 2 παρ. 6) [Ειδίκευση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας]
Β) Αρχή της επικουρικότητας: η Ένωση παρεμβαίνει στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, μόνο στο βαθμό που οι σκοποί της Ε.Ε. δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη-μέλη.
Γ) Αρχή της αναλογικότητας: η δράση της Ένωσης δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών.
Δ) Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας: η Ένωση και τα κράτη-μέλη εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους από τις Συνθήκες με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και την αμοιβαία συνεργασία.
Θεμελιώδεις Αρχές της Νομολογίας (ΔΕΕ):
Α) Αρχή του αμέσου αποτελέσματος του κοινοτικού δικαίου εντός των κρατών μελών, δυνάμει της οποίας οι Ευρωπαίοι πολίτες δύνανται να επικαλούνται απευθείας τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
Β) Αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου επί της εσωτερικής νομοθεσίας.
Γ) Αρχή της ευθύνης των κρατών μελών έναντι των ιδιωτών για τις ζημίες που τους προκαλούν οι εκ μέρους των κρατών μελών παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Συνεπώς, από το 1991, οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν δικαίωμα αγωγής αποζημιώσεως κατά του κράτους που παρέβη κοινοτικό κανόνα.
Δ) Αρχή της ισοδυναμίας: Το εθνικό δίκαιο πρέπει να επιφυλάσσει σε κάθε ένδικη διαδικασία που άπτεται της εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου τουλάχιστον εξίσου ευνοϊκή μεταχείριση με αυτήν που ισχύει για παρόμοια διαδικασία στηριζόμενη στο εθνικό δίκαιο. (Υπόθεση C-118/08 Transportes Urbanos y Servicios Generales SAL κατά Administacion del Estado)

4. Πηγές Ευρωπαϊκού Δικαίου

Γραπτές πηγές:
Α) Πρωτογενές Δίκαιο:
Συνθήκες (ΣΕΕ και ΣΛΕΕ καθώς και οι αρχικές, π.χ. του Μάαστριχτ, Άμστερνταμ, Νίκαια, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΚΑΕ κλπ.), τα Πρωτόκολλα και οι τροποποιήσεις τους καθώς και τα Παραρτήματα, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, οι Συνθήκες Προσχώρησης
οι Διεθνείς Συμβάσεις της ΕΕ με τρίτα κράτη ή οργανισμούς,
Β) Δευτερογενές ή Παράγωγο Δίκαιο:
Κανονισμός
Οδηγία
Απόφαση
Συστάσεις και Γνώμες
Γ) η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Διαφορές Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και Δικαίου ΕυρωπαΪκής Ένωσης: Στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο τα κράτη υπογράφουν συμφωνίες που διέπουν την μεταξύ τους σχέση, αλλά τα κράτη που συμβάλλονται διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα κράτη – μέλη που έχουν υπογράψει τις συνθήκες της χάνουν ένα μέρος από την αυτοτέλειά τους.

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 25. Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ΣΕΕ 15): Αποτελείται από τον Πρόεδρό του που έχει θητεία 2,5 ετών, τον Πρόεδρο της Επιτροπής, και τους Αρχηγούς των κρατών–μελών ή των Κυβερνήσεών τους (πρωθυπουργούς). Καθορίζει τους γενικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν ασκεί νομοθετική λειτουργία. Διορίζει Ύπατο Εκπρόσωπο της ΕΕ (ΣΕΕ 18), ο οποίος ασκεί την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας της Ε.Ε. και ο οποίος συμμετέχει στις εργασίες του χωρίς να είναι μέλος του. Εδρεύει στις Βρυξέλλες.
2. Συμβούλιο [Ευρωπαϊκής Ένωσης] (ΣΕΕ 16): Αποτελείται από τους καθ’ ύλην αρμόδιους Υπουργούς των κρατών–μελών για το θέμα της ημερήσιας διάταξης και έχει νομοθετική αρμοδιότητα και δημοσιονομικά καθήκοντα (εγκρίνει προϋπολογισμό), τα οποία ασκεί από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αποφαίνεται κατά κανόνα με ειδική πλειοψηφία των μελών (55% των μελών, που εκπροσωπούν το 65% του πληθυσμού). Το Συμβούλιο χαράσσει την εξωτερική πολιτική της Ένωσης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η οποία ασκείται από τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης, ο οποίος προεδρεύει του Συμβουλίου των Εξωτερικών Υποθέσεων (Σύνθεση του Συμβολίου). [ΠΡΟΣΟΧΗ: να μη γίνεται σύγχυση με το Συμβούλιο της Ευρώπης που είναι όργανο της ΕΣΔΑ] *EUROGROUP: Σύνοδος των Υπουργών Οικονομικών των κρατών-μελών, που έχουν υιοθετήσει ως ενιαίο νόμισμα το ευρώ (Πρωτόκολλο 14 Συνθήκης της Λισαβόνας-βλ. ΣΛΕΕ 137). Μπορεί να συμμετέχει σε αυτό η Επιτροπή και η ΕΚΤ.
3. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΣΕΕ 14): Αποτελείται από τους Ευρωβουλευτές που εκλέγονται κάθε 5 έτη από τους πολίτες των κρατών-μελών και έχει νομοθετική αρμοδιότητα και δημοσιονομικά καθήκοντα, τα οποία ασκεί από κοινού με το Συμβούλιο [Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Επίσης, εκλέγει τον πρόεδρο της Επιτροπής. Μπορεί να ζητεί από την Επιτροπή να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία σε συγκεκριμένα θέματα (ΣΛΕΕ 225). Εδρεύει στις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο και το Στρασβούργο αλλά συνεδριάσεις γίνονται στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο.
4. Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Commission) (ΣΕΕ 17): Αποτελείται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής (σήμερα είναι ο Ζαν Κλωντ Γιούνγκερ) και τους Επιτρόπους (ένα από κάθε κράτος – μέλος) [Έλληνας επίτροπος είναι σήμερα ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, πριν από αυτόν ήταν η Μαρία Δαμανάκη, πριν η Διαμαντοπούλου, πριν ο Παπουτσής κλπ] και έχει 5ετή θητεία. Εδρεύει στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο. Αρμοδιότητά της είναι (α) να μεριμνά για την εφαρμογή των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (β) να ασκεί προσφυγές κατά κρατών-μελών σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεών τους (ΣΛΕΕ 258 επ), (γ) να εκτελεί τον προϋπολογισμό και να διαχερίζεται τα προγράμματα της ΕΕ (κονδύλια) και (δ) έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία, δηλαδή να προτείνει στα νομοθετικά σώματα (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η πρόταση στα νομοθετικά σώματα για την έκδοση νομοθετικών πράξεων ανήκει κυρίως στην Επιτροπή αλλά σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να υποβληθεί πρόταση για την έκδοση νομοθετικών πράξεων από ομάδα κρατών–μελών ή από το Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή μετά από σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή μετά από αίτημα του Δικαστηρίου (ΣΛΕΕ 289). Αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της (ΣΛΕΕ 250).
5. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) (ΣΛΕΕ 282): Έχει νομική προσωπικότητα. Επιτρέπει στις Κεντρικές Τράπεζες κάθε κράτους – μέλους (δική μας κεντρική τράπεζα είναι η Τράπεζα της Ελλάδος) να εκδίδουν ευρώ. Η ΕΚΤ και οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες συγκροτούν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) (ΣΛΕΕ 127 & 282), το οποίο ασκεί την νομισματική πολιτική της Ένωσης και έχει ως σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Εδρεύει στην Φρανκφούρτη της Γερμανίας.
6. Ελεγκτικό Συνέδριο (ΣΛΕΕ 285): Απαρτίζεται από έναν υπήκοο από κάθε κράτος–μέλος με 6ετή θητεία και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο των οικονομικών λογαριασμών εσόδων και εξόδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εδρεύει στο Λουξεμβούργο.
7. Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ 19): Είναι το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης. Εδρεύει στο Λουξεμβούργο. Αποτελείται από τρία δικαιοδοτικά όργανα: το Δικαστήριο (συσταθέν το 1952), το Γενικό Δικαστήριο (συσταθέν το 1988 ως Πρωτοδικείο) και το Ειδικευμένο Δικαστήριο, ήτοι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (συσταθέν το 2004). Κύρια αποστολή του Δικαστηρίου είναι η ενιαία ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και ο έλεγχος του κύρους του. Καλύπτει τα κενά που αναφύονται από την εφαρμογή των Συνθηκών αλλά και των πράξεων των ενωσιακών οργάνων. Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί πηγή του Ευρωπαϊκού Δικαίου—μαζί με τις Συνθήκες, τους κανονισμούς, τις οδηγίες και τις αποφάσεις αποτελεί το δίκαιο της Ένωσης.

paraksenoi-nomoi16. Γενικές Αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο (ΣΛΕΕ 253): Το Δικαστήριο συγκροτείται από 28 δικαστές (έναν ανά κράτος-μέλος – ΣΕΕ 19) που διορίζονται μετά από κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών-μελών μετά από ακρόαση επιτροπής επιφορτισμένης να γνωμοδοτεί επί της καταλληλότητας των υποψηφίων προς άσκηση των καθηκόντων τους. Η θητεία τους είναι εξαετής και ανανεώσιμη. Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους για τρία χρόνια τον πρόεδρο,ο οποίος έχει διοικητικά καθήκοντα. Το Δικαστήριο έχει επίσης 8 γενικούς εισαγγελείς. Αποστολή τους είναι να επικουρούν το Δικαστήριο αναπτύσσοντας τις προτάσεις τους επί των υποθέσεων, δηλαδή αιτιολογημένες προτάσεις για την απόφαση, για τα ζητήματα που προβλέπει ο Οργανισμός Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να ακολουθεί τις προτάσεις τους. Συνεδριάζει σε Τμήματα, αποτελούμενα από τρεις, πέντε και δεκατρείς δικαστές και σε Ολομέλεια για ζητήματα που είναι μείζονος σπουδαιότητας (άρθρο 16 του 3ου Πρωτοκόλλου). Χρησιμοποιείται η γλώσσα που θα ορίσει αυτός που προσφεύγει στο Δικαστήριο. Οι Δικαστές υποβοηθούνται στο έργο τους από Εισηγητές, τους οποίους επιλέγουν οι ίδιοι.
Δηλαδή, το Δικαστήριο είναι το ανώτερο δικαστήριο που λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποφαίνεται:
για τις προσφυγές της Επιτροπής εναντίον κράτους-μέλους
για τις προσφυγές μεταξύ κρατών-μελών
για αιτήσεις ακυρώσεως και προσφυγές κατά παραλείψεων κρατών-μελών κατά πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου
για προσφυγές κρατών μελών κατά πράξεως ή παραλείψεως της Επιτροπής
για προδικαστικές παραπομπές
για αιτήσεις αναιρέσεως εναντίον οριστικών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου
Το Γενικό Δικαστήριο (ΣΛΕΕ 254 επ. & ΣΕΕ 19): συγκροτείται από έναν τουλάχιστον δικαστή ανά κράτος-μέλος. Οι δικαστές διορίζονται μετά από κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών-μελών μετά από ακρόαση επιτροπής επιφορτισμένης να γνωμοδοτεί επί της καταλληλότητας των υποψηφίων προς άσκηση των καθηκόντων τους. Η θητεία τους είναι εξαετής και ανανεώσιμη. Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον πρόεδρο, επίσης για τρία χρόνια. Δεν υπάρχουν μόνιμοι γενικοί εισαγγελείς αλλά κατ’ εξαίρεση μπορεί ένας δικαστής να κληθεί να ασκήσει καθήκοντα γενικού εισαγγελέα.
Αποφαίνεται (ΣΛΕΕ 256):
για τις αιτήσεις ακυρώσεως, προσφυγές παραλείψεως, αγωγές αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης
για αναιρέσεις αποφάσεων Ειδικευμένων Δικαστηρίων
για προδικαστικά ερωτήματα σε συγκεκριμένους τομείς που καθορίζονται από τον Οργανισμό του ΔΕΕ.
Ειδικευμένα Δικαστήρια (ΣΛΕΕ 257): Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να συστήνουν Ειδικευμένα Δικαστήρια από κοινού, τα οποία είναι υπαγόμενα στο Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είναι αρμόδια να δικάζουν ορισμένες κατηγορίες προσφυγών. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών μπορούν να προσβληθούν με αναίρεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για νομικά θέματα (άρθρα 10 & 11 του Πρωτοκόλλου 3). Τέτοιο δικαστήριο είναι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (Πρωτόκολλο 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παράρτημα 1), το οποίο αποτελείται από επτά [7] δικαστές που διορίζονται από το Συμβούλιο για εξαετή ανανεώσιμη θητεία (άρθρο 2 του παραρτήματος), μετά από πρόσκληση για την υποβολή υποψηφιοτήτων και γνωμοδότηση μιας επιτροπής συγκροτούμενης από επτά προσωπικότητες που επιλέγονται μεταξύ πρώην μελών του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου και νομικών αναγνωρισμένου κύρους. Ο πρόεδρος εκλέγεται από τα μέλη του (άρθρο 4 του ίδιου παραρτήματος). Συνεδριάζει σε τμήματα αποτελούμενα από έναν, τρεις ή πέντε δικαστές και σε ολομέλεια. Ο πρόεδρος προεδρεύει της ολομελείας και του πενταμελούς τμήματος. Εκδικάζει διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της και τις διαφορές μεταξύ κάθε λοιπού οργάνου ή οργανισμού και του προσωπικού τους (άρθρο 1 ίδιου παραρτήματος και ΣΛΕΕ 270).
Αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό σχετικά με τις υπαλληλικές διαφορές.
Αν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και του Γενικού Δικαστηρίου εκκρεμούν υποθέσεις που θέτουν το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή αμφισβητούν το κύρος της ίδιας πράξης, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αναστέλλει την διαδικασία μέχρι την έκδοση απόφασης από το Γενικό Δικαστήριο. Αν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και του Γενικού Δικαστηρίου εκκρεμούν υποθέσεις που έχουν το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο (άρθρο 8 Παραρτήματος).

ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ (ΣΛΕΕ 267):

Για να διασφαλιστεί η ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή του Ενωσιακού Δικαίου στις έννομες τάξεις των κρατών-μελών προβλέφθηκε η διαδικασία των προδικαστικών παραπομπών.

Σύμφωνα με την διαδικασία αυτή, το εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί κάποια υπόθεση που σχετίζεται με το Ενωσιακό Δίκαιο και για την ερμηνεία του οποίου ο εθνικός δικαστής έχει κάποιες αμφιβολίες, μπορεί και (αν δικάζει σε υποθέσεις εναντίον των οποίων δεν χωρεί άλλο ένδικο μέσο) οφείλει να διακόψει την ενώπιόν του διαδικασία και να παραπέμψει σχετικό ερώτημα στο Δικαστήριο για την ερμηνεία του συγκεκριμένου κανόνα του Ενωσιακού Δικαίου.

Με τις προδικαστικές αποφάσεις το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ερμηνεία των Συνθηκών, το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Η απόφαση του ΔΕΕ επί προδικαστικού ερωτήματος που τέθηκε από εθνικό δικαστήριο δεσμεύει, όχι μόνο το δικαστήριο που διατύπωσε το προδικαστικό ερώτημα, αλλά και όλα τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να δικάσουν την ίδια υπόθεση, ακόμη και αν είναι ανώτερα αυτού που διατύπωσε το προδικαστικό ερώτημα (ΑΠ 103/2012).

Στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, οι διάδικοι μπορούν να εκπροσωπούνται από πρόσωπα που έχουν δικαίωμα, σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους μέλους τους, να παρίστανται ως δικαστικοί πληρεξούσιοι ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου στην κρίση του οποίου έχει υποβληθεί η υπόθεση. Στα λοιπά είδη προσφυγών, οι διάδικοι οφείλουν να εκπροσωπούνται από δικηγόρο, έχοντα ικανότητα παράστασης ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου συμβαλλόμενου κράτους στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Αν κάποιο κράτος-μέλος αρνείται να συμμορφωθεί με απόφαση του ΔΕΕ, η Επιτροπή προσδιορίζει κάποιο κατ’ αποκοπή χρηματικό ποσό ή χρηματική ποινή που πρέπει να καταβάλει το κράτος-μέλος που αρνείται να συμμορφωθεί και προσφεύγει στο ΔΕΚ για να επιβάλει τη χρηματική ποινή (ΣΛΕΕ 260).

7. Νομοθετική Διαδικασία (άρθρο 289 ΣΛΕΕ)

Συνήθης νομοθετική διαδικασία: Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μαζί με το Συμβούλιο (Ευρωπαϊκής Ένωσης), ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, εκδίδει: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ, ΟΔΗΓΙΕΣ, ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ.
Ειδική νομοθετική Διαδικασία: (α) Σε ειδικές περιπτώσεις που προβλέπουν οι Συνθήκες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τη συμμετοχή του Συμβουλίου (της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ή το Συμβούλιο (της Ευρωπαϊκής Ένωσης) με τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκδίδει: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ, ΟΔΗΓΙΕΣ, ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. (β) Σε ειδικές περιπτώσεις, μπορεί να υποβληθεί πρωτοβουλία για την έκδοση νομοθετικών πράξεων από ομάδα κρατών – μελών ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μετά από σύσταση της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ή του ΔΕΚ.

8. Νομοθετικές Πράξεις (άρθρο 288 ΣΛΕΕ)

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (άρθρο 288 ΣΛΕΕ): Είναι νομοθετική πράξη η οποία εκδίδεται από κοινού, από το Συμβούλιο [της Ε.Ε.] και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (συνήθης νομοθετική διαδικασία). Ως νομική πράξη μπορεί να εκδοθεί και από την Επιτροπή και την ΕΚΤ. Έχει γενική ισχύ και δεσμεύει άμεσα όλα τα κράτη–μέλη χωρίς να χρειάζεται να επικυρωθεί με νόμο από κάθε κράτος–μέλος. Αποδέκτες του είναι όλα τα κράτη-μέλη, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα της Ένωσης, η ίδια η Ένωση με τα όργανα και τους υπαλλήλους της. Μπορούν να τον επικαλεστούν οι πολίτες της ΕΕ όχι μόνο έναντι κράτους-μέλους (κάθετη ισχύς) αλλά και έναντι άλλων πολιτών (οριζόντια ισχύς). Δημοσιεύεται στην επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχύει, αν δεν ορίζεται άλλως, μετά την 20η ημέρα από την έκδοσή του.

ΟΔΗΓΙΑ (άρθρο 288 ΣΛΕΕ): Είναι νομοθετική πράξη, η οποία εκδίδεται από τα ίδια ως άνω όργανα. Ως μη νομοθετική πράξη μπορεί να εκδοθεί και από την Επιτροπή. Αποδέκτες των οδηγιών είναι ένα ή περισσότερα ή όλα τα κράτη-μέλη. Αν καθορίζουν τον αποδέκτη τους, κοινοποιούνται σε αυτόν. Δεσμεύει κάθε κράτος – μέλος να επιδιώξει το οριζόμενο αποτέλεσμα με τα μέσα που θα επιλέξει το ίδιο μέσα σε ορισμένη προθεσμία (νόμος, διάταγμα, υπουργική απόφαση) [ΣΛΕΕ 297]. Δεν μεταφέρεται με εγκύκλιο διότι η εγκύκλιος είναι εσωτερικό διοικητικό έγγραφο που παρέχει οδηγίες για εφαρμογή νομοθετικών διατάξεων και δεν έχει δεσμευτική ισχύ και άρα δεν παρέχει επαρκή ασφάλεια δικαίου. Δεν έχει καταρχήν άμεση ισχύ, σε αντίθεση με τον Κανονισμό και δεσμεύει τα κράτη-μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Δημοσιεύεται στην επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχύει, αν δεν ορίζεται άλλως, μετά την 20η ημέρα από την έκδοσή της. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί την μη μεταφερθείσα ή πλημμελώς μεταφερθείσα οδηγία έναντι αμελούντος ή δυστροπούντος κράτους-μέλους (κάθετη ισχύς) όχι όμως και το ίδιο το κράτος-μέλος σε βάρος ιδιώτη (αντίστροφο κάθετο αποτέλεσμα). Το Δικαστήριο απέκλεισε την δυνατότητα επίκλησης οδηγίας σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών (οριζόντια ισχύς) γιατί η οδηγία θεμελιώθηκε για την προστασία και όχι επιβάρυνση του ιδιώτη.

ΑΠΟΦΑΣΗ (άρθρο 288 ΣΛΕΕ): Είναι νομοθετική πράξη και μπορεί να έχει νομοθετικό (γενικό) ή διοικητικό (ατομικό) περιεχόμενο. Εκδίδεται από τα ίδια ως άνω νομοθετικά όργανα. Ως νομική πράξη μπορεί να εκδίδεται από την Επιτροπή και την ΕΚΤ. Αποδέκτες της απόφασης είναι τα κράτη-μέλη, τα ενωσιακά όργανα και τα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Διαφέρει από τον Κανονισμό διότι σε αντίθεση με αυτόν που ισχύει σε όλα τα κράτη-μέλη, δεν έχει γενική ισχύ, όταν ορίζει αποδέκτες τους οποίους δεσμεύει. Επίσης, διαφέρει ως προς την οδηγία καθώς είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της ενώ η οδηγία δεσμεύει μόνο ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

ΣΥΣΤΑΣΗ – ΓΝΩΜΗ: Σύσταση υπάρχει όταν το όργανο ενεργεί με δική του πρωτοβουλία και εκδίδει μη δεσμευτική πράξη, ενώ γνώμη (γνωμοδότηση) εκδίδεται όταν το όργανο ενεργεί ύστερα από σχετική αίτηση και εκδίδει την μη δεσμευτική πράξη. Αποδέκτες μπορεί να είναι κράτη-μέλη, επιχειρήσεις, ενωσιακό όργανο ή άτομα. Εκδίδονται από οποιοδήποτε ενωσιακό όργανο, αλλά δεν είναι δεσμευτικές.

9. Δικαιώματα Ευρωπαίων Πολιτών

Δικαίωμα κυκλοφορίας και διαμονής μέχρι τρεις μήνες: Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να αναχωρεί από το έδαφος ενός κράτους μέλους προκειμένου να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον φέρει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να του επιβληθεί καμία θεώρηση εξόδου ή εισόδου (visa). Εάν ο πολίτης της Ένωσης δεν έχει τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα, το κράτος-μέλος υποδοχής παρέχει στο πρόσωπο αυτό κάθε εύλογη δυνατότητα για την απόκτηση ή λήψη των αναγκαίων εγγράφων.

Δικαίωμα διαμονής για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών: Το δικαίωμα διαμονής του πολίτη για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών ισχύει εφόσον: είτε ασκεί οικονομική δραστηριότητα ως μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος είτε διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλιση ασθενείας ούτως ώστε να μην επιβαρύνει κατά τη διάρκεια της διαμονής του το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής είτε παρακολουθεί κατάρτιση ως σπουδαστής και διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλεια ασθένειας ώστε να μην καταστεί κατά την παραμονή του βάρος για την κοινωνική πρόνοια του κράτους μέλους υποδοχής είτε είναι μέλος της οικογενείας πολίτη της Ένωσης που εμπίπτει σε μια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες.

Δικαίωμα μόνιμης διαμονής: Κάθε πολίτης της Ένωσης αποκτά το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος-μέλος υποδοχής εφόσον έχει διαμείνει νομίμως και επί συνεχές διάστημα πέντε ετών στο έδαφος του εν λόγω κράτους-μέλους και εφόσον δεν έχει ληφθεί κατά αυτού κάποιο μέτρο απέλασης.

Βιβλιογραφία:
Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ και ΣΛΕΕ)
Δ. Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2011, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα

konstantina-tzavellas

[Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Τζαβέλλα, δικηγόρος Αθηνών, LLM Εμπορικού Δικαίου Πανεπιστημίου Κάρντιφ Ουαλίας]

Αθήνα, Φεβρουάριος 2016