Έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών, σε απάντηση σχετικής ερώτησης που υποβλήθηκε από Δήμο της Χώρας, απλοποιεί ακόμη περισσότερο την διαδικασία έκδοσης του πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών.

Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, για την έκδοση πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, η προσκόμιση δύο υπεύθυνων δηλώσεων (σε αντικατάσταση των ενόρκων βεβαιώσεων, που απαιτούνταν βάσει του προϊσχύοντος καθεστώτος) μαρτύρων, οι οποίοι είναι σε θέση να γνωρίζουν την οικογενειακή κατάσταση του θανόντος / θανούσης. Ειδικότερα, η σχετική υπουργική απόφαση (ΔΙΑΔΠ/Α/15743/28-7-2007) προβλέπει τα εξής :

1. Καταργείται η υποβολή εκθέσεως ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου η οποία απαιτείται ως δικαιολογητικό για την έκδοση από τις οικείες υπηρεσίες των Δήμων και Κοινοτήτων του πιστοποιητικού πλησιέστερων συγγενών.

2. Η έκθεση ενόρκου βεβαιώσεως αντικαθίσταται με δύο (2) υπεύθυνες δηλώσεις του ν. 1599/1986, ο τύπος της οποίας ορίστηκε με την υπ’ αριθμ. ΔΙΑΔΠ/Α1/18368/2002 (Φ.Ε.Κ. 1276/Β’) απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

3. Τις υπεύθυνες δηλώσεις υποβάλλουν δύο πολίτες (από μία ο καθένας) οι οποίοι είναι σε θέση να γνωρίζουν την οικογενειακή κατάσταση του θανόντος / θανούσης.

4. Το περιεχόμενο των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 υπευθύνων δηλώσεων έχει ως εξής: «….ότι ο/η………(αναγράφεται το όνομα του/της θανόντος/ούσης) που απεβίωσε ………… (αναγράφεται η ημερομηνία και το τόπος θανάτου), κατέλιπε ως πλησιέστερους συγγενείς του τους εξής: 1)…. 2)…. 3)……(αναγράφονται τα στοιχεία όσων αποτελούν τους πλησιέστερους συγγενείς του / της θανόντος/ούσης».

5. Οι αρμόδιες υπηρεσίες των Δήμων και Κοινοτήτων στις οποίες κατατίθενται υπεύθυνες δηλώσεις, προς αντικατάσταση της εκθέσεως ενόρκου βεβαιώσεως, υποχρεούνται να ενεργούν δειγματοληπτικό έλεγχο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 του ν. 3230/2004.

6. Οι αρμόδιες υπηρεσίες των Δήμων και Κοινοτήτων οφείλουν να τροποποιήσουν τα σχετικά έντυπα των αιτήσεων που υποβάλλονται από τους πολίτες για έκδοση πιστοποιητικού πλησιέστερων συγγενών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών, για την έκδοση του πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών δεν απαιτείται πάντοτε η προσκόμιση των ως άνω υπεύθυνων δηλώσεων μαρτύρων, δεδομένου ότι το κυρίαρχο στοιχείο για την έκδοσή του είναι η ύπαρξη εγγραφής του αποβιώσαντος/της αποβιωσάσης στο Δημοτολόγιο του  Δήμου, όπου ανήκε, και η έρευνα του οικείου Δήμου για τη συλλογή επίσημων στοιχείων από άλλες Αρχές (αστυνομία, ληξιαρχεία, δημοτολόγια άλλων Δήμων της Χώρας κλπ.).

Το εν λόγω έγγραφο αναφέρει επί λέξει τα εξής :

“Το πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, συνδέεται µε την εξ αδιαθέτου κληρονοµική διαδοχή του αποβιώσαντος και κληρονοµούµενου και θεωρείται πιστοποιητικό προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως του ∆ηµότη.

Εκδίδεται από τους ∆ηµάρχους – στο πλαίσιο της γενικής αρµοδιότητάς τους να εκδίδουν πιστοποιητικά προσωπικής καταστάσεως των δηµοτών τους, (άρθρο 86 του Ν.3463/2006) – µε βάση τα ∆ηµοτολόγια ή από στοιχεία τα οποία προκύπτουν από έρευνα την οποία υποχρεούνται οι ∆ήµαρχοι να ενεργούν µε αλληλογραφία µε άλλες αρχές, όπως ∆ηµοτολόγια άλλου ∆ήµου, Ληξιαρχεία, αστυνοµικές αρχές κλπ.

Εάν δεν υφίσταται εγγραφή αποβιώσαντος στο ∆ηµοτολόγιο ∆ήµου της χώρας, δεν νοµιµοποιείται ο ∆ήµαρχος να εκδώσει το πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, ακόµη και όταν για τον αποβιώσαντα υπάρχει ληξιαρχική πράξη γέννησης ή θανάτου. Σε αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται στους ενδιαφερόµενους η δυνατότητα χορήγησης πιστοποιητικού (κληρονοµητηρίου) από το ∆ικαστήριο κληρονοµίας (άρθρο 810ΚΠ∆) σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 819 του Κ.Πολ.∆.

Απόκλιση από την αρχή αυτή γίνεται δεκτή µόνο στην περίπτωση άνδρα αποβιώσαντα, ο οποίος είναι εγγεγραµµένος σε Μητρώο Αρρένων ∆ήµου και υπό την προϋπόθεση ότι αυτός δεν βρίσκεται εγγεγραµµένος σε δηµοτολόγιο άλλου ∆ήµου. Σε αυτήν την περίπτωση το πιστοποιητικό εκδίδεται από τον ∆ήµο, στο Μητρώο Αρρένων του οποίου είναι εγγεγραµµένος ο αποβιώσας βάσει υπευθύνων δηλώσεων µαρτύρων και οποιωνδήποτε δηµοσίων εγγράφων αποδεικνύουν τη συγγενική σχέση ανάµεσα στον αποβιώσαντα και τα πρόσωπα που συµπεριλαµβάνονται ως εγγύτεροι συγγενείς στις δηλώσεις αυτές, ενώ στο πιστοποιητικό αυτό θα γίνεται µνεία ότι ο θανών δεν είναι εγγεγραµµένος σε κανένα δηµοτολόγιο ∆ήµου της Χώρας παρά µόνο στα Μητρώα Αρρένων του συγκεκριµένου ∆ήµου.

Η υποβολή των δύο υπευθύνων δηλώσεων δεν είναι το καταλυτικό στοιχείο για την έκδοση του πιστοποιητικού. Tο κυρίαρχο στοιχείο για την έκδοση του είναι η ύπαρξη κανονικής εγγραφής στα δηµοτολόγια καθώς και η έρευνα εκ µέρους των ∆ήµων για τη συλλογή επίσηµων στοιχείων. Μόνο όταν δεν προκύπτουν ευκρινώς οι συγγενικές σχέσεις ή τα πρόσωπα που πρέπει να περιλαµβάνονται στα πιστοποιητικά, τότε χρησιµοποιούνται οι υπεύθυνες δηλώσεις του Ν.1599/1986.

Η υποβολή από τους ενδιαφερόµενους αντιφατικού περιεχοµένου υπεύθυνων δηλώσεων συνιστά ιδιωτική διαφορά αυτών, η επίλυση της οποίας διενεργείται δικαστικά.

Σε περίπτωση που εκδοθεί το πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, κατακρατείται στον οικογενειακό φάκελο του αποβιώσαντος και χορηγείται αντίγραφό του, όταν σε µεταγενέστερο χρόνο της αρχικής εκδόσεώς του ζητηθεί και πάλι τέτοιο, καθώς το περιεχόµενό του δεν είναι επιδεκτικό µεταβολής.

Κρίσιµος χρόνος όσον αφορά στα πρόσωπα τα οποία υπεισέρχονται στο εν λόγω πιστοποιητικό είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονοµηµένου. Τα πρόσωπα που πρέπει να συµπεριληφθούν σε αυτό καθορίζονται βάσει των διατάξεων του 4ου κεφαλαίου του Κληρονοµικού ∆ικαίου (άρθρα 1813 επ.), στο οποίο οι συγγενείς υπεισέρχονται στην εξ αδιαθέτου κληρονοµική διαδοχή κατά τάξεις. Σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτές, στην περίπτωση κατά την οποία ο κληρονοµούµενος έχει κατιόντες, αυτοί θεωρούνται ως κληρονόµοι εξ αδιαθέτου (πρώτη τάξη) και πάντοτε µε την επιφύλαξη ότι ο εγγύτερος από αυτούς αποκλείει τον απώτερο της ίδιας ρίζας. Όταν ο κληρονοµούµενος ήταν άγαµος και δεν είχε κατιόντες, ως εξ αδιαθέτου κληρονόµοι αυτού καλούνται οι γονείς του κληρονοµουµένου – εάν αυτοί δεν είχαν προαποβιώσει – και οι επιζώντες αδελφοί. Τα τέκνα των αδερφών υπεισέρχονται µόνον εάν οι αδελφοί έχουν προαποβιώσει.

Εφόσον µετά την έκδοση του πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών προκύψουν νέα στοιχεία τότε – στο πλαίσιο της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης του διοικούµενου προς αυτήν – ο ∆ήµος οφείλει να προβεί την ανάκληση του αρχικά εκδοθέντος πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών και στην έκδοση νέου, το οποίο θα τελεί σε συµφωνία µε τα επίσηµα στοιχεία. Η ανάκληση αυτή πρέπει να κοινοποιηθεί στο ∆ικαστήριο της κληρονοµίας – το οποίο σύµφωνα µε το άρθρο 810 του Κ.Πολ.∆. είναι το Ειρηνοδικείο στην Περιφέρεια που είχε την κατοικία του ο αποβιώσας κατά το χρόνο του θανάτου του – καθώς και στην οικονοµική εφορία (∆.Ο.Υ), στην οποία υπέβαλε φορολογική δήλωση κατά τον ίδιο χρόνο.

Η διάγνωση του εννόµου συµφέροντος προσώπου προκειµένου να του χορηγηθεί πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών (αποβιώσαντος), γίνεται από το ∆ήµο που το εκδίδει. Εάν ο ∆ήµος αδυνατεί να προβεί στη διάγνωση αυτή, ο ενδιαφερόµενος δύναται να ζητήσει άδεια Εισαγγελέα.”

[Πηγή : με αριθμό πρωτοκόλλου Φ131360/20245/14/18-9-2014 έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών, Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης, Διεύθυνση Αστικής & Δημοτικής Κατάστασης, Τμήμα Μητρώων, Δημοτολογίων & Ληξιαρχείων]

ΕΝΤΥΠΑ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ :

dilosi-eggyteron-agamou

dilosi-eggyteron-egamou-xoris-paidia

dilosi-eggyteron-egamou-me-paidia