ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 367/2016 – ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – (ΠΕΡΙΛΗΨΗ) :
Ευρωπαϊκός τίτλος εκτέλεσης – Αρμόδιο όργανο εκτέλεσης στην Ελλάδα- Εφαρμογή άρθρου 281 ΑΚ στην διαδικασία εκτέλεσης – Ακυρότητα διαδικαστικής πράξης στην διαδικασία της εκτέλεσης.
ΙΙ. Η ανακόπτουσα, ήδη εκκαλούσα, με την απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, από […] ανακοπή της κατά της καθ’ ης, ήδη εφεσιβλήτου, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, να ακυρωθεί η από […] επιταγή προς πληρωμή, που είναι γραμμένη κάτω από τα επικυρωμένα αντίγραφα της από […] συναινετικής εντολής (Consent Order – Δικαστικός συμβιβασμός) (Αριθμός υπόθεσης […] του Ανώτατου Δικαστηρίου Δικαιοσύνης – Τμήμα Βασιλικής Έδρας – Εμπορικό Δικαστήριο και του από […] πιστοποιητικού Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου του ως άνω Δικαστηρίου. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη […] οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της. […]
III. Με το άρθρο 20 του 805/2004 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, ορίζονται τα εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, οι διαδικασίες εκτέλεσης διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Η απόφαση που έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος εκτελείται υπό τους ιδίους όρους με την απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης (παρ. 1). Ο πιστωτής υποχρεούται να υποβάλει στις αρμόδιες αρχές εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης: (α) αντίγραφο της απόφασης που να πληροί τους αναγκαίους όρους για να διαπιστωθεί η γνησιότητά του, (β) αντίγραφο του πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου που να πληροί τους αναγκαίους όρους για να διαπιστωθεί η γνησιότητά του και (γ) εφόσον απαιτείται, εγγραφή του πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου ή μετάφρασή του, στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους εκτέλεσης … (παρ. 2). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 του ως άνω Κανονισμού, «σε καμία περίπτωση, η απόφαση ή το πιστοποιητικό ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου δεν μπορεί να επανεξετασθεί επί της ουσίας στο κράτος μέλος εκτέλεσης».
Εξάλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Κανονισμού, «Ο συμβιβασμός όσον αφορά αξίωση, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, ο οποίος επικυρώθηκε από δικαστήριο ή καταρτίστηκε ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια διαδικασίας και είναι εκτελεστός στο κράτος μέλος στο οποίο επικυρώθηκε ή καταρτίστηκε, πιστοποιείται ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος κατόπιν αιτήσεως στο δικαστήριο που τον επικύρωσε ή ενώπιον του οποίου καταρτίστηκε…», κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, «Συμβιβασμός, ο οποίος έχει πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος στο κράτος μέλος προέλευσης, εκτελείται στα άλλα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί εκτελεστός και χωρίς να είναι δυνατή η προσβολή του εκτελεστού του», ενώ κατά την παράγραφο 3 αυτού, «Οι διατάξεις … του Κεφαλαίου IV (άρθρα 20 έως 23 του Κανονισμού), με εξαίρεση τα άρθρα 21 παράγραφος 1 και 22, εφαρμόζονται αναλόγως. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Επιτροπής της 9ης Φεβρουαρίου 2004, ο Κανονισμός 805/2004 εξασφαλίζει «την απευθείας εκτέλεση της απόφασης σε άλλο κράτος μέλος». Περαιτέρω, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, με βάση το Πιστοποιητικό Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου (ΕυρΕΤ), το άρθρο 20 παρ. 2 του, ως άνω, Κανονισμού, καθορίζει τα έγγραφα, που προαναφέρονται, τα οποία πρέπει να υποβάλλονται «στις αρμόδιες αρχές εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης».
Από την άποψη του ελληνικού δικαίου (άρθρο 927 ΚΠολΔ), όργανα της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή αρμόδια αρχή εκτέλεσης, είναι ο δικαστικός επιμελητής (ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ενεργεί ως όργανο της πολιτείας, σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου, άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 2318/1995 «Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών») και, αν πρόκειται για εκτέλεση (έμμεση) προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων και ο συμβολαιογράφος ή ο ειρηνοδίκης που τον αναπληρώνει (άμεσα όργανα), οι οποίοι έχουν καθορισμένη από το νόμο αρμοδιότητα, που δεν επιδέχεται μεταβολές με τη βούληση των διαδίκων, καθώς και τα όργανα της αστυνομίας ή των ενόπλων δυνάμεων (έμμεσα όργανα), η συνδρομή των οποίων ζητείται όταν προβάλλεται ή απειλείται αντίσταση (άρθρο 930 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Το δικαστήριο, κατά το ελληνικό δίκαιο, αντίθετα με ότι ισχύει σε άλλα νομοθετικά συστήματα (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία), δεν θεωρείται όργανο της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά παρεμβαίνει μόνο κατασταλτικά, για την επίλυση διαφορών που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της εκτελεστικής διαδικασίας, μετά από άσκηση ανακοπής (άρθρα 933 και 936 ΚΠολΔ) ή μπορεί, επίσης, να παρεμβαίνει και ρυθμιστικά ή να εκδίδει αποφάσεις προπαρασκευαστικές της εκτελεστικής διαδικασίας, χωρίς, όμως, να ενεργεί το ίδιο ως αρμόδιο όργανο της εκτέλεσης (βλ. Πελαγίας Γέσιου – Φαλτσή: Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, παραγρ. 2, ΙΙ. Τα όργανα της αναγκαστικής εκτελέσεως, σελ. 20 έως 24, Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ, τομ. Ε, εκδ. 1997, κάτω από το άρθρο 927, σημ. 3, σελ. 316).
Με βάση την άνω ρύθμιση, από την άποψη του ελληνικού δικαίου, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 20 παρ. 2 του εν λόγω Κανονισμού έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται κατευθείαν στον κατά τόπο αρμόδιο δικαστικό επιμελητή (βλ. Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, V.β Τα τυπικά προαπαιτούμενα της αναγκαστικής εκτελέσεως του ΕυρΕΤ, σελ. 683 – 686), ο οποίος είναι αρμόδιος να διαπιστώσει τη γνησιότητά τους, δηλαδή να διαπιστώσει αν τα έγγραφα που υποβάλλονται προς αυτόν φέρουν τη Σφραγίδα της Χάγης (Apostille), με την επίθεση της οποίας βεβαιώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης, η γνησιότητα της υπογραφής και η ιδιότητα με την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και, ενδεχομένως η ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήματος που φέρει το έγγραφο (Ν. 1497/1984 «Κύρωση Σύμβασης που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων»).
Εξάλλου, η υποβολή των αναγκαίων εγγράφων πρέπει να συνοδεύεται και με τη χορήγηση προς το, ως άνω, όργανο εκτέλεσης (το δικαστικό επιμελητή), εντολής προς εκτέλεση, σύμφωνα με το άρθρο 927 ΚΠολΔ. Η εντολή αυτή δεν φέρει ακριβώς το χαρακτήρα εντολής του Αστικού Δικαίου, ούτε εφαρμόζονται σ’ αυτήν αποκλειστικά οι διατάξεις περί εντολής, αλλά αποτελεί, κατά κύριο και πρωταρχικό χαρακτήρα, αίτηση για άσκηση δημόσιας εξουσίας, που είναι εμπιστευμένη, κατά το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, στα όργανα της εκτέλεσης και από την οποία (αίτηση) παράγεται σχέση δημόσιου δικαίου μεταξύ των οργάνων της εκτέλεσης και του επισπεύδοντος δανειστή, καθώς και του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη (ΑΠ 1654/1988 στη ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ, ο.π., σημ. 11, σελ. 318 – 319). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο ανακοπής, τον οποίο επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, η ανακόπτουσα παραπονείται για κακή ερμηνεία, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, του άρθρου 20 παρ. 2 του 805/2004 Κανονισμού. Ειδικότερα, παραπονείται, ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία (ήδη εφεσίβλητη) είχε υποχρέωση, να υποβάλει στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως δικαστηρίου της εκτέλεσης και αρμόδιας, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του, ως άνω, Κανονισμού, αρχής εκτέλεσης, αντίγραφα του αλλοδαπού εκτελεστού τίτλου και του πιστοποιητικού ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, προκειμένου τούτο (δικαστήριο της εκτέλεσης) να διαπιστώσει τη γνησιότητά τους και, μετά τη διαπίστωση αυτή, να γίνει η προς αυτήν (ανακόπτουσα) επίδοση από δικαστικό επιμελητή των εν λόγω εγγράφων, με επιταγή προς πληρωμή και ότι, αφού η καθ’ ης παρέλειψε την υποχρέωση αυτή, η, με βάση την προσβαλλόμενη επιταγή, επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, είναι άκυρη χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (άρθρο 159 αριθ. 1 ΚΠολΔ).
Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στη νομική σκέψη, αρμόδιο όργανο εκτέλεσης (αρχή εκτέλεσης) στο ελληνικό δίκαιο δεν είναι το δικαστήριο της εκτέλεσης, αλλά ο δικαστικός επιμελητής, προς τον οποίο και κατατέθηκαν από την επισπεύδουσα την εκτέλεση καθ’ ης η ανακοπή τα προαναφερόμενα έγγραφα, με εντολή προς εκτέλεση (άρθρο 927 ΚΠολΔ), ο οποίος, αφού διαπίστωσε ότι στα εν λόγω έγγραφα έχει τεθεί η Σφραγίδα της Χάγης (Apostille), προέβη, ακολούθως, στην επίδοση της επίδικης επιταγής και των εγγράφων αυτών προς την οφειλέτρια ανακόπτουσα, προκειμένου να αρχίσει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς επίσης και το αίτημα της εκκαλούσας που επανυποβάλλεται με την έφεση, περί προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, πρώην άρθρο 234 της ΣΕΚ) ζητήματος ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του, ως άνω, Κανονισμού, δεδομένου ότι, αφού, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 20 του Κανονισμού, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, όργανο εκτέλεσης (αρχή εκτέλεσης) είναι ο δικαστικός επιμελητής, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν θεωρείται ότι για την έκδοση της παρούσας απόφασης είναι αναγκαία προηγουμένως η έκδοση ερμηνευτικής απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται, ότι λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στην καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, ενώ η με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ’ ανάγκη και αφόρητων, συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και να χρηστά ήθη, να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμισή τους προς το συμφέρον που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί για το δικαιούχο, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος (Ολ ΑΠ 8/2001 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 192/2015 στην ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 524/2014, ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 1144/2011, ΑΠ 1130/2011 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 857/2009 στην ΤΝΠ Ισοκράτης).
[…]
- V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 159 παρ. 3 και 160 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η παράβαση διάταξης, που ρυθμίζει τη διαδικασία, και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, συνεπάγεται την ακυρότητά της, την οποία πάντοτε απαγγέλει το δικαστήριο, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αυτό, χωρίς να διατάξει αποδείξεις, αλλά ακολουθώντας τους κανόνες της ελεύθερης απόδειξης, κρίνει, ότι η παράβαση προκάλεσε βλάβη, στο διάδικο που την προτείνει, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά με την κήρυξη της ακυρότητας. Θεωρείται, πάντως, ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση, κατά την οποία παραβιάστηκαν διατάξεις, που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όταν από την σημειωθείσα παράβαση δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατό να επηρεαστεί η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας τού διαδίκου ή της άσκησης τού ενδίκου μέσου κατά τής απόφασης πού εκδόθηκε (ΑΠ 1219/2007, ΑΠ 658/2007, ΑΠ 1286/2002, ΕφΑθ 4512/2010, ΕφΠατρ 1017/2007 στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 924 ΚΠολΔ, για την έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, απαιτείται επίδοση προς τον καθ` ου η εκτέλεση, αντιγράφου του απογράφου, με επιταγή για εκτέλεση. Η εκτέλεση που επισπεύδεται χωρίς τέτοια επίδοση, είναι άκυρη, ανεξάρτητα από βλάβη του καθ` ου η εκτέλεση, για το λόγο ότι η επίδοση αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης και χωρίς αυτή δεν αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση.
Ειδικότερα, από τη διατύπωση του παραπάνω άρθρου προκύπτει ότι για την εγκυρότητα της επιταγής προς πληρωμή ή εκτέλεση απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: (α) απαίτηση εκείνου που επισπεύδει την εκτέλεση κατά του καθ’ ου, βέβαιη και εκκαθαρισμένη ή, αν η απαίτηση τελούσε υπό αίρεση ή προθεσμία, πλήρωση της αίρεσης ή της προθεσμίας, (β) εκτελεστός τίτλος για την απαίτηση και ισχύς αυτού υπέρ του επισπεύδοντος, (γ) απόγραφο, (δ) επίδοση αντιγράφου από απόγραφο και (ε) επίδοση της επιταγής. Η έλλειψη ενός από τα εν λόγω στοιχεία επιφέρει ακυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας, χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης. Άλλα ελαττώματα, όμως, του εκτελεστού τίτλου, του απογράφου, του αντιγράφου από απόγραφο, της επιταγής και της επίδοσης, δηλαδή ατέλειες αυτών κατά παράβαση διαφόρων δικονομικών διατάξεων, επιφέρουν ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (άρθρο 159 αριθ. 3) (Ι. Μπρίνια: Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, Β΄ έκδ. 1978, παρ. 119, σελ. 311 – 313, Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ, τομ. Ε, έκδ. 1997, κάτω από το άρθρο 924, σημ. 11, σελ. 285), η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, την οποία ο διάδικος πρέπει να επικαλείται, κατά τρόπο συγκεκριμένο, εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αυτή, δεδομένου ότι η δικονομική βλάβη αποτελεί πραγματικό γεγονός και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, διαφορετικά, ο ισχυρισμός του είναι αόριστος και απορριπτέος (ΑΠ 1300/2012, στην ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 347/1995 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 131/2009 στην ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΑθ 3738/2011, ΕφΠατρ 298/2007, ΕφΔωδ 39/2004 στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την ορθή έννοια του άρθρου 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, ως βλάβη που μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα, θεωρείται εκείνη που προκαλείται από την παράβαση της δικονομικής διάταξης, αυτής καθαυτής και όχι από την ίδια την πράξη της εκτέλεσης. Δηλαδή, δεν πρόκειται για τις επιβλαβείς συνέπειες, τις οποίες η πράξη εκτέλεσης επιφέρει και υπό κανονικές συνθήκες. Με τον τρόπο αυτό, ακόμα και όταν η βλάβη συνδέεται με την περιουσία των διαδίκων, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δικονομική, αφού και αυτή προέρχεται από παράβαση δικονομικών διατάξεων, που έχουν τεθεί για την επίτευξη συγκεκριμένων δικονομικών επιδιώξεων (ΑΠ 808/2004 στην ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 152/2002, ΕφΘεσσαλ 20/2012, ΕφΠατρ 298/2007 στη ΝΟΜΟΣ, Πελαγίας Γέσιου – Φαλτσή: Αναγκαστική Εκτέλεση, Γενικό Μέρος, έκδ. 1998, σελ. 246 έως 251). Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο ανακοπής της ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη επιταγή και τα έγγραφα που αποτελούν το έρεισμα αυτής, ήτοι η από 27-4-2012 συναινετική εντολή (δικαστικός συμβιβασμός) και το από 9-6-2012 Πιστοποιητικό Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου, έχουν ελαττώματα, που καθιστούν την επισπευδόμενη, με βάση αυτά, αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της άκυρη, χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης. […]