ΠΡΑΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ – ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1205/2011 – ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – (ΠΕΡΙΛΗΨΗ) : Συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας. Προϋποθέσεις με τις οποίες περιορίζεται ή απόλλυται η ατομική ιδιοκτησία χωρίς αποζημίωση. Σχέδια πόλεων. Διαδικασία απόκτησης κοινοχρήστων ή κοινωφελών χώρων. Περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Χρονικό σημείο συντέλεσης των μεταβολών (τόσο με αποζημίωση όσο και χωρίς αυτήν). Οι μεταβολές, που επέρχονται με την πράξη εφαρμογής,  συντελούνται με την μεταγραφή της πράξης εφαρμογής. Όταν πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση, η μεταβολή συντελείται με την καταβολή της. Αοριστία αγωγής.  (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 4542/2006 απόφαση ΕφΑθ). 

Αριθμός 1205/2011 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή και Μιλτιάδη Σπυρόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2011, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Δήμου …… , όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Μπεζαντέ με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Σ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Θ. Μ. του Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Δάμη και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 6/10/2004 και 17/3/2005 αγωγές του 2ου των ως άνω αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2737/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4542/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 6/7/2007 αίτησή του. Εκδόθηκε η 1842/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση ο αναιρεσείων με την από 17/3/2010 κλήση του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιλτιάδης Σπυρόπουλος ανέγνωσε την από 22/10/2008 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτου Ελευθέριου Μάλλιου με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης από 6/7/2007 αιτήσεως για αναίρεση της υπ` αριθ. 4542/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, διαδικασία μισθώσεων. 

Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις 1695/11-2-2008 και 9734/21-4-2010 αντίστοιχες εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …. , προκύπτει ότι ακριβή αντίγραφα της από 6-7-2007 αίτησης για αναίρεση της 4542/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, καθώς και της από 17-3- 2010 κλήσης για συζήτηση, με πράξη ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (28-1-2011), επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο των αναιρεσιβλήτων Ι. Σ., ο οποίος, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως, το Δικαστήριο τούτο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση, παρά την απουσία του πρώτου των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ).

Κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος: “Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης …….”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει α) ότι είναι επιτρεπτή, με διάταξη νόμου, η θέσπιση γενικών και αντικειμενικών περιορισμών της ιδιοκτησίας, χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης, προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, εφόσον αυτοί δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας αναιρώντας ή αποδυναμώνοντας το σε μεγάλο βαθμό, είναι δε αναγκαίοι για την επίτευξη του σκοπούμενου αποτελέσματος (ΟλΑΠ 896/85, 1/1982) και β) ότι επιτρέπεται η οριστική στέρηση ή αφαίρεση της ιδιοκτησίας (με μετάθεση ολική της κυριότητας του πράγματος σε άλλο πρόσωπο ή δημιουργία άλλου εμπράγματου δικαιώματος) με πράξη της πολιτείας μόνο αν επιβάλλεται προς θεραπεία δημόσιας ωφέλειας, εφόσον προηγηθεί της καταλήψεως καταβολή πλήρους αποζημίωσης που καθορίζεται από τα πολιτικά δικαστήρια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 24 (παρ. 2-4) του Συντάγματος: 2. “Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης … 3. Για να αναγνωρισθεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει. 4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμιση της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής”. Σε εκτέλεση και εφαρμογή των ως άνω συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 24, εκδόθηκαν αρχικά ο ν. 947/1979 και στη συνέχεια ο ν. 1337/1983 “Επέκταση των Πολεοδομικών σχεδίων κλπ”, με τον οποίο θεσμοθετείται νέα διαδικασία (διαφέρουσα από τη ρυμοτομία των ν.δ. 17.7.1923 και 797/71) συνολικής διαχείρισης των ακινήτων της οικιστικής περιοχής προς πραγμάτωση των συνταγματικών σκοπών, με την υποχρέωση των ιδιοκτητών να διαθέσουν χωρίς αποζημίωση μέρος του ακινήτου τους ή με υποχρεωτική συμμετοχή αυτών με ολόκληρο το ακίνητο τους έναντι αντιπαροχής άλλου ακινήτου (ή διαιρεμένης ιδιοκτησίας) ίσης αξίας. Με τα άρθρα 8 και 12 δε αυτού ρυθμίζεται η νέα διαδικασία απόκτησης κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η οποία εφαρμόζεται στις περιοχές ένταξης ή επέκτασης του σχεδίου και προβλέπεται ο τρόπος υλοποίησης της διαχείρισης με την έκδοση της Πράξεως Εφαρμογής, με την οποία καθορίζονται τα τμήματα των ακινήτων που αφαιρούνται χωρίς αποζημίωση για εισφορές σε γη (εκ ποσοστού ανάλογου με την εδαφική έκταση της ιδιοκτησίας) για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και υποχρεωτικές αναδασμικές μεταβολές (μετακινήσεις, συνενώσεις, αναδιανομές, ανταλλαγές ακινήτων). Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του ν. 1772/1988 “περί τροποποιήσεως διατάξεων του ν. 1577/1985 (ΓΟΚ) κλπ”, αντικαταστάθηκε η παρ. 7 του άρθρου 12 του ως άνω ν. 1337/1983, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 56 του άρθρου 8 του ν. 1512/1985 και ορίσθηκαν με τις παραγρ. α και β αυτού, μεταξύ άλλων τα εξής:

α) Η πράξη εφαρμογής κυρώνεται με απόφαση του Νομάρχη, αποτελεί ταυτόχρονα και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα σύμφωνα με την παρ. 3, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την παρ. 5α του ν. 1512/1985, και μεταγράφεται στο οικείο υποθηκοφυλακείο … Με τη μεταγραφή επέρχονται όλες οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από αυτές που οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του ν. δ/τος από 17.7.1923 και του ν. δ/τος 797/1971. β) Αμέσως μετά την κύρωση και μεταγραφή των πράξεων εφαρμογής, ο οικείος ΟΤΑ, το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και κάθε ενδιαφερόμενος, μπορούν να καταλάβουν τα νέα ακίνητα που διαμορφώθηκαν με την πράξη εφαρμογής και περιέρχονται σε αυτούς, με την προϋπόθεση ότι έχουν καταβληθεί οι αποζημιώσεις της προηγούμενης περιπτώσεως (α), (η οποία, σημειώνεται, ότι αφορά τις αναφερόμενες στην Πράξη Εφαρμογής μεταβολές στις ιδιοκτησίες που οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του ν.δ. από 17.7.1923 και ν.δ. 797/1971) … .

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι με την κύρωση και από τη μεταγραφή της Πράξης Εφαρμογής επέρχονται στις ιδιοκτησίες που συμμετέχουν στον πολεοδομικό (οικιστικό) σχεδιασμό, πλην των άλλων, και μεταβολές που δεν έχουν οικονομικό αντικείμενο, οι οποίες απορρέουν από την εφαρμογή του άνω νόμου για τη συνολική διαχείριση της γης, με δέσμευση των υποχρεωτικώς εισφερομένων τμημάτων αυτής και διάθεση τους είτε απευθείας για τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους της πολεοδομικής μελέτης είτε για την αποκατάσταση άλλων ιδιοκτησιών που δεσμεύθηκαν για τον ίδιο σκοπό με μετακινήσεις των εισφερομένων τμημάτων για την καλύτερη αξιοποίηση της γης (ΟλΑΠ 19/2002).

Στις περιπτώσεις όμως που οφείλεται αποζημίωση σύμφωνα με τις διαδικασίες του ν.δ. από 17.7.1923 και του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων, όπως όταν αφαιρείται αναγκαστικά ένα ακίνητο, χωρίς να αντιπαρέχεται άλλο ακίνητο στον ιδιοκτήτη του ή όταν αφαιρείται τμήμα του ακινήτου μεγαλύτερο εκείνου του ποσοστού της υποχρεωτικής εισφοράς σε γη, δεν επέρχονται στις ιδιοκτησίες αυτές οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής εμπράγματες μεταβολές προτού ολοκληρωθούν οι παραπάνω διαδικασίες και καταβληθεί η αποζημίωση. Με την καταβολή δε της ως άνω αποζημίωσης συντελείται η απαλλοτρίωση και επέρχεται έκτοτε με πρωτότυπο τρόπο στα άνω Νομικά Πρόσωπα η κτήση του πράγματος και αντίστοιχα η απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος τρίτου απ` αυτό, καθώς και η αυτοδίκαιη λύση των ενοχικών συμβάσεων (συμπεριλαμβανομένων και των εμπορικών μισθώσεων) που σχετίζονται με αυτό.

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή (όπως και κυρία παρέμβαση) εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 117 και 118 του αυτού Κώδικα, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τα θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά, η αγωγή είναι αόριστη. Αν το δικαστήριο δεν απορρίψει αυτή, μολονότι το δικόγραφο της σε ό,τι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, είναι αόριστο, αλλά προβαίνει στην κατ` ουσία εξέταση της, παραλείπει, κατά παράβαση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου και εντεύθεν, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με αυτόν αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. 

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε, αναφορικά με την έφεση του μισθωτή (Ι. Σ.), τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: “Για την επίδικη ιδιοκτησία (μίσθιο) του ενάγοντος (Θ. Μ.) με αρ. … στα Ο.Τ. 13 και 14 της περιοχής Ελαιώνα του Δήμου Αθηναίων και στα πλαίσια της με αρ. Μ7/2001 Μεμονωμένης Πράξης Εφαρμογής στα ως άνω Ο.Τ., που κυρώθηκε με την υπ` αριθμ. 4706/672/16-7-2001 απόφαση του Βοηθού Νομάρχη Αθηνών, οφείλεται αποζημίωση 442,15 τ.μ., η οποία δεν έχει αποδοθεί ακόμη στον ενάγοντα, λόγω μη ολοκλήρωσης της ενιαίας Πράξης Εφαρμογής του Ελαιώνα. Τούτο, πέραν των άλλων, προκύπτει από το υπ` αριθμ. πρωτ. 980/40/2004 έγγραφο της Δ/νσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών, που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, αλλά και από το από Σεπτεμβρίου 2004 έγγραφο της Δ/νσης Σχεδίου Πόλεως (Γραφ. Ελαιώνα) του Δήμου Αθηναίων, μετά του συνημμένου σχεδιαγράμματος, που επικαλείται και προσκομίζει ο ίδιος ο εναγόμενος και όπου αναφέρεται ότι η ως άνω έκταση των 442.15 τ.μ. απομένει για αποζημίωση, στα πλαίσια της παραπάνω με αρ. Μ7/2001 Μεμονωμένης Πράξης Εφαρμογής, από το Δήμο Αθηναίων, στον οποίο θα αποδοθεί μετά την καταβολή της αποζημιώσεως. Ετσι, ανεξάρτητα από την μεταγραφή της Πράξεως Εφαρμογής, εφόσον δεν έχει καταβληθεί η αποζημίωση και δεν έχει ολοκληρωθεί η Ενιαία Πράξη Εφαρμογής του Ελαιώνα, δεν επήλθε συντέλεση της απαλλοτριώσεως και εντεύθεν λύση της μισθώσεως και ο εναγόμενος οφείλει τα επίδικα μισθώματα και την αποζημίωση χρήσεως στον ενάγοντα και όχι στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση Δήμο Αθηναίων, όπως έκρινε το Δικαστήριο τούτο (Εφετείο) με την υπ` αριθμ. 1550/2005 (άλλη) απόφαση του, που εκδόθηκε για παρόμοιο αντικείμενο, μεταξύ των αυτών διαδίκων, αλλά για προηγούμενο χρονικό διάστημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό του εναγομένου “περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως” του ενάγοντος, αν και με άλλη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα-εναγόμενο με τους ως άνω σχετικούς λόγους εφέσεως, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα”. Κατά της αποφάσεως αυτής ο μισθωτής άσκησε αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε με την υπ` αριθμ. 725/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με παρόντα τον αναιρεσείοντα, τότε δεύτερο αναιρεσίβλητο. Λεκτέον ότι με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της Πράξεως Εφαρμογής, εφόσον δεν έχει καταβληθεί η αποζημίωση και δεν έχει ολοκληρωθεί η Ενιαία Πράξη Εφαρμογής του Ελαιώνα, δεν επήλθε η συντέλεση της απαλλοτριώσεως και εντεύθεν λύση της μισθώσεως και ο εναγόμενος οφείλει τα επίδικα μισθώματα και την αποζημίωση χρήσεως στον ενάγοντα και όχι στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση Δήμο Αθηναίων.

Περαιτέρω, αναφορικά με την κυρία παρέμβαση του αναιρεσείοντος Δήμου ……… , δέχτηκε το Εφετείο ότι αυτή είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη, γιατί ο Δήμος επικαλείται απλώς μεταγραφή της Πράξεως εφαρμογής και όχι ευθέως συντέλεση της απαλλοτριώσεως (και λύση της μισθώσεως) με την καταβολή της αποζημιώσεως και την ολοκλήρωση της διαδικασίας του ν.δ. 17-7-1923 και του ν.δ. 797/1971 και στην προκείμενη περίπτωση την ολοκλήρωση της ενιαίας Πράξης Εφαρμογής του Ελαιώνα και δη κατά μείζονα λόγο αφού ο Δήμος δέχεται ότι διά της Πράξεως εφαρμογής πρέπει να παραχωρηθεί στον ενάγοντα έκταση 442,15 τ.μ. και έχει μάλιστα ζητήσει και τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως για να αποζημιώσει τον ενάγοντα. Με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο, που έκρινε αόριστη την κυρία παρέμβαση δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ και γι` αυτό ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με το δεύτερο σκέλος του οποίου υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο παρά το νομό δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της αίτησης αναιρέσεως αποδίδεται από τον αναιρεσείοντα στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του, που ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ότι κατέστη κύριος της επίδικης έκτασης του μισθίου βάσει του άρθρου 12 παρ.5,6,7α εδ.4 Ν. 1337/1983 και 24 παρ. 2-4 του Συντάγματος, με βάση τη μεταγραφή των ΜΠΕ, που αναφέρει και ότι η έκταση του μισθίου εμπεριέχεται σε αυτές οι οποίες αποκτήθηκαν όχι με απαλλοτρίωση αλλά με υποχρεωτική εισφορά σε γη τμήματος της εντασσόμενης στο σχέδιο ιδιοκτησίας Μ., που προσδιορίζονται για κοινόχρηστοι χώροι, για τις οποίες δεν οφείλεται αποζημίωση. Ομως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο απήντησε επί του ισχυρισμού αυτού του αναιρεσείοντος, τον οποίο απέρριψε ως αόριστο, έτσι δε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.15 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παρά το νόμο ανακλήθηκε οριστική απόφαση. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν παρά το νόμο ανακληθεί ολικά ή κατά ένα μέρος οριστική απόφαση. Για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος πρέπει να αναφέρεται το περιεχόμενο και η θέση της οριστικής διατάξεως, καθώς και αν αυτή ανακλήθηκε ρητά ή σιωπηρά. 

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται η πλημμέλεια ότι “δεν αφαιρέθηκε δια της εντάξεως το σύνολο της ιδιοκτησίας Μ., αλλά τμήμα μόνο αυτής που αντιστοιχούσε σε εισφορά σε γη, όπου ακριβώς επάνω στα εισφερόμενα τμήματα ευρίσκετο το επίδικο μίσθιο, συνεπώς παραβίασε τις διατάξεις νόμου η προσβαλλόμενη, αλλά και υπέπεσε στην παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 15”. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος γιατί δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.11 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων είχε προσκομίσει με επίκληση, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι δεν στοιχειοθετείται ο ως άνω λόγος, όταν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην έρευνα της ουσίας της κυρίας παρεμβάσεως, αλλά απέρριψε αυτή ως αόριστη (Ολ.ΑΠ 3/1997).

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των παρισταμένων διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (αρθρ.179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 6-7-2007 αίτηση για αναίρεση της 4542/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. 

Και 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των παρισταμένων διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2011.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιουλίου 2011.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ