ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2862/2013 – ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΠΕΡΙΛΗΨΗ) :
Επαγωγή κληρονομιάς σε ανήλικο – Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής – Μη σύνταξη απογραφής από γονείς ανηλίκου – Προθεσμία σύνταξης απογραφής από τον ενηλικιωθέντα εντός ενός έτους από της ενηλικιώσεώς του – Δυνατότητα του ενηλικιωθέντος να αποποιηθεί την κληρονομιά εντός της αυτής προθεσμίας (ενός έτους από την ενηλικίωση).
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (… ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 980/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει μόνον δεκτή έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 177/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, απορριπτικής ανακοπής της ιδίας κατά της 856/2004 έκθεσης αναγκαστικής κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας, τροποποιήθηκε η εν λόγω έκθεση και περιορίσθηκε το ποσό της οφειλής της προς το Ελληνικό Δημόσιο σε 71.601,63 ευρώ.
2. Επειδή, στο άρθρο 73 του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974, Α’ 90) ορίζονται τα εξής: «1. .2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται … δια τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α)., ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεος, στ) .». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 περ. α’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97) ορίζεται ότι: «Κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, εφόσον ο νόμος που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά επιτρέπεται: α) με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 5 να κριθούν παρεμπιπτόντως ζητήματα της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, αν από τα ζητήματα αυτά εξαρτάται η επίλυση της ένδικης διαφοράς.», ενώ, σύμφωνα με το άρθρ. 217 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, και, ιδίως, κατά: α) ., β) της κατασχετήριας έκθεσης» (ΣτΕ 1326/2012, πρβλ. ΣτΕ 1988/1996, 2460-5/1996, 108, 117-8/1995, πρβλ. ΣτΕ 949/2006, 2559/2007, 3736/1983 κ.α.).
3. Επειδή, εξάλλου, στον ΑΚ ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1847: «Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της…», Άρθρο 1850: «… Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή», Άρθρο 1527: «Η κληρονομιά που επάγεται σε ανήλικο τέκνο θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, και το τέκνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 1912, δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό..», Άρθρο 1902: «Όσο ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία, μπορεί να δηλώσει ότι την αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής. Η δήλωση γίνεται στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας. Η δήλωση αποδοχής θεωρείται ότι έγινε με το ευεργέτημα της απογραφής, αν ο κληρονόμος είναι πρόσωπο για το οποίο η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής», Άρθρο 1903: «Ο κληρονόμος με απογραφή οφείλει να τελειώσει την απογραφή της κληρονομικής περιουσίας μέσα σε τέσσερις μήνες αφότου γίνει η δήλωση του προηγούμενου άρθρου». Άρθρο 1912: «Σε περίπτωση προσώπων ανικάνων ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, για τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, έκπτωση από το ευεργέτημα επειδή δεν συντάχθηκε απογραφή επέρχεται αν μέσα σ’ ένα χρόνο, αφότου τα πρόσωπα έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν απογραφή».
Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες, σε περίπτωση μη συντάξεως απογραφής από τους έχοντες τη γονική μέριμνα ανηλίκου κληρονόμου, το σχετικό δικαίωμα περιέρχεται στον ενηλικιούμενο κληρονόμο, ο οποίος οφείλει, με την απειλή εκπτώσεως από το ευεργέτημα, να συντάξει την απογραφή εντός έτους από την ενηλικίωσή του. Εφόσον, επομένως, στην περίπτωση αυτή ο ενηλικιούμενος κληρονόμος δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα της απογραφής, δικαιούται, πολλώ μάλλον, εντός της αυτής ετήσιας προθεσμίας, να αποποιηθεί την κληρονομία.
4. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Ο θανών την 14.11.1993 παππούς της αναιρεσείουσας, (αρχικός οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου), είχε κηρυχθεί σε πτώχευση το 1984, το δε Ελληνικό Δημόσιο αναγγέλθηκε για τις προς αυτό οφειλές εκ φόρων κλπ. του ως άνω πτωχεύσαντος. Η μητέρα της αναιρεσείουσας και ο αδελφός της, θείος της ήδη αιτούσας, υπέβαλαν στις 17.1.1994, δηλώσεις αποποιήσεως της εξ αδιαθέτου κληρονομίας του θανόντος πατέρα τους, ενώ η αναιρεσείουσα, η οποία γεννήθηκε στις 14.4.1982, υπέβαλε όμοια δήλωση αποποιήσεως της κληρονομίας του θανόντος παππού της, στις 5.5.2000, αμέσως μετά την ενηλικίωσή της. Μεταγενεστέρως, δυνάμει της υπ’ αριθ. 856/14.1.2004 εκθέσεως δικαστικής επιμελήτριας, σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 359/25529/2003 έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αγίου Δημητρίου Αττικής, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση ακίνητης περιουσίας της αναιρεσείουσας, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του παππού της, αρχικού οφειλέτη του Δημοσίου. Η απαίτηση για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, ύψους 128.247,38 ευρώ, προερχόταν από τέλη κυκλοφορίας, τέλη χαρτοσήμου, τέλη χαρτοσήμου κερδών, φόρο εισοδήματος, πρόστιμο Φ.Α.Π., πρόστιμο του ν. 820/1978, πρόστιμο Κ.Β.Σ., καθώς και από ποινικά και έξοδα διοικητικής εκτελέσεως. Ειδικότερα, η εν λόγω κατάσχεση αφορά τη ψιλή κυριότητα διαμερίσματος, με την αντίστοιχη ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, και υπόγεια αποθήκη σε πολυκατοικία κειμένη στην οδό . του Δήμου Αγ. Δημητρίου Αττικής, που περιήλθε στην αναιρεσείουσα, δυνάμει της από 15.1.1998 πράξεως δωρεάς ψιλής κυριότητας. Κατά της προαναφερθείσας εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως η ήδη αναιρεσείουσα άσκησε ανακοπή, προβάλλοντας ότι ουδέποτε της απεστάλη ατομική ειδοποίηση, ότι εσφαλμένως εστράφη το Δημόσιο κατά ατομικού περιουσιακού της στοιχείου, ως κληρονόμου εξ αδιαθέτου του αποβιώσαντος παππού της, καθόσον, αυτή νομίμως είχε αποποιηθεί την κλη-ρονομία του, άλλως ότι, τόσον οι γονείς της όσον και η ίδια, μολονότι γνώριζαν τα χρέη της κληρονομίας, τελούσαν σε ουσιώδη πλάνη, ως προς την σημασία της προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομίας από την ίδια την αναιρεσείουσα, και ως προς την προθεσμία απογραφής της κληρονομίας, με συνέπεια, η συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή εκ μέρους της, ως κληρονόμου, της κληρονομίας του παππού της να μην συμφωνεί με την πραγματική βούλησή της και τέλος, ότι οι βεβαιωθείσες ταμειακώς οφειλές, έχουν υποπέσει στην κατ’ άρθρο 86 παρ. 2 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995) πενταετή παραγραφή. Με την 177/2005 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς απορρίφθηκε η ανωτέρω ανακοπή, κατά της αποφάσεως δε αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, με την οποία επανέλαβε τους πρωτοδίκως προταθέντες ισχυρισμούς. Με την αναιρεσιβαλλόμενη, υπ’ αριθμ. 980/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση της αναιρεσείουσας και κρίθηκε ότι ορισμένες εκ των απαιτήσεων του Δημοσίου είχαν υποπέσει σε παραγραφή, τροποποιήθηκε δε η προσβληθείσα έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως, περιοριζομένου του ποσού της οφειλής σε 71.601,63 ευρώ. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η προθεσμία αποποιήσεως αρχίζει από το χρονικό σημείο που ο κληρονόμος πληροφορήθηκε την επαγωγή και τον λόγο αυτής, ότι επί αποποιήσεως προηγούμενου κληρονόμου, η προθεσμία αρχίζει από τη γνώση της αποποιήσεως του προηγούμενου κληρονόμου, η δε προθεσμία τρέχει και κατά προσώπων ανικάνων προς δικαιοπραξία. Εφόσον δε, την 17.1.1994, οπότε υποβλήθηκαν από τη μητέρα και τον θείο της αιτούσας δηλώσεις αποποιήσεως, έλαβαν γνώση οι γονείς της, που ασκούσαν την γονική μέριμνα, της επαγωγής της κληρονομίας σε αυτήν, η αποποίηση ως προς την ίδια μπορούσε να γίνει έως την 17.5.1995, με συνέπεια, η υποβληθείσα την 5.5.2000 δήλωση αποποιήσεως να μην επάγεται έννομα αποτελέσματα για την αναιρεσείουσα. Τέλος, εφόσον η αναιρεσείουσα, ως ανήλικη κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας, αποδέχθηκε αυτήν με το ευεργέτημα της απογραφής και δεν προέβη εντός της νόμιμης προθεσμίας (έτος από την ενηλικίωση) στην σύνταξη της απογραφής, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι αυτή ευθύνεται ως κληρονόμος του παππού της για τις προς το Δημόσιο οφειλές του τελευταίου, με την ατομική της περιουσία. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η πλασματική αποδοχή της κληρονομίας μπορεί να προσβληθεί μόνον ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, τα δε διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας προς ακύρωση αυτής.
5. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στη σκέψη 3, εφόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά από την αναιρεσιβαλλομένη, είχε χωρήσει εκ μέρους της αναιρεσείουσας, όταν αυτή ενηλικιώθηκε, αποποίηση της κληρονομίας του παππού της, εντός, πάντως, της προθεσμίας που τάσσεται από το άρθρο 1912 ΑΚ για τη διενέργεια της απογραφής, η αναιρεσείουσα δεν είχε πλέον ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις από την εν λόγω κληρονομία, και επομένως μη νομίμως, χωρίς προηγουμένως να έχει ανατραπεί ή να έχει αμφισβητηθεί από το Δημόσιο το γεγονός της ως άνω αποποιήσεως, επιβλήθηκε κατάσχεση σε βάρος της, ως μη κατά το νόμο υπόχρεης. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το προσβαλλόμενο μέρος της.
6. Επειδή, μετά την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 980/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας αφού κρίνει ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος (αρθρ. 57 §2 π.δ. 18/89, Α’ 8), προχωρεί στην εκδίκαση της από 8.6.2005 εφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας, δέχεται αυτήν για τον παραπάνω λόγο και εξαφανίζει την 177/05 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, στη συνέχεια δε κρατεί και δικάζει την από 9.2.2005 ανακοπή και ακυρώνει, δυνάμει του αρθρ. 73 παρ. 2 εδ. ε’ του ν.δ. 356/74, την 856/04 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ως εκδοθείσα κατά προσώπου μη κατά νόμον υποχρέου, σύμφωνα με τα ανωτέρω.