ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1143/2013 – ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ (Δ’ Πολιτικό Τμήμα) (ΠΕΡΙΛΗΨΗ) :
Αποδεικτική σύμβαση – Είναι επιτρεπτή η συμφωνία των διαδίκων να μην χρησιμοποιήσουν συγκεκριμένο/-α αποδεικτικό/-ά μέσο/-α στις μεταξύ τους δίκες ή να καθορίσουν συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο ως “αποκλειστικό” για την απόδειξη κρίσιμου πραγματικού γεγονότος – Ακυρότητα της συμφωνίας όταν το αποδεικτικό μέσο που καθορίζεται ως “αποκλειστικό” είναι απρόσφορο να παράσχει την οικεία απόδειξη – Συντρέχει τέτοια ακυρότητα και όταν υφίσταται εξαρχής αντικειμενική αδυναμία αποκτήσεως ή προσκομιδής του αποκλειστικού αποδεικτικού μέσου στο δικαστήριο – Κρίση περί ακυρότητας της συμφωνίας των διαδίκων ότι το αληθές εμβαδόν συγκεκριμένου ακινήτου θα αποδεικνύεται μόνο με την καταρτισθείσα μεταξύ τους συμβολαιογραφική πράξη.
…
Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 106, 108,338 παρ.1 και 559 αριθμ.11 περ.β’ του ΚΠολΔ, η προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων, ακόμη και όταν διατάχθηκε από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρο 107 του ίδιου κώδικα, γίνεται με πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων, οι οποίοι, επομένως, αφού μπορούν να μην προσκομίσουν ή να μη επικαλεστούν ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, που ο νόμος επιτρέπει για την απόδειξη κρίσιμων πραγματικών γεγονότων, μπορούν και να συμφωνήσουν τη μη χρησιμοποίηση, δηλαδή τη μη προσαγωγή και επίκληση, των αποδεικτικών αυτών μέσων στις μεταξύ τους δίκες. Η ίδια περίπτωση συντρέχει και όταν συμφωνείται η χρήση ορισμένου μόνον αποδεικτικού μέσου, οπότε αποκλείονται τα υπόλοιπα. Η συμφωνία αυτή είναι άκυρη αν το αποδεικτικό μέσο, που καθορίζεται ως αποκλειστικό, είναι απρόσφορο να παράσχει την οικεία απόδειξη, πράγμα που συμβαίνει και όταν υφίσταται εξαρχής αντικειμενική αδυναμία αποκτήσεως ή προσαγωγής του στο δικαστήριο. Διότι τότε η συμφωνία αντίκειται στα χρηστά ήθη και στη δημόσια τάξη και ειδικότερα στους κανόνες αφενός των άρθρων 179 περ.α’ του Α.Κ. και 5 παρ.1 του Συντάγματος και , αφετέρου, των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/19-9-1974, αφού δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία του συμβαλλομένου -διαδίκου-να αξιώσει την παροχή από το αρμόδιο δικαστήριο δίκαιης και αποτελεσματικής έννομης προστασίας, η οποία προϋποθέτει δυνατότητα του ενδιαφερομένου όχι να προσφύγει απλώς στο δικαστήριο, ασκώντας αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα, αλλά και να προσκομίσει σ’ αυτό όσα αποδεικτικά μέσα είναι απαραίτητα για τη διάγνωση της διαφοράς (Ολ.ΑΠ27/1993).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α)για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο ʼρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους και γι’ αυτό ακριβώς νέοι ισχυρισμοί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν, ούτε για τη θεμελίωση των λόγων αναιρέσεως, ούτε για την απόκρουσή τους, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Εξάλλου για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ.8 ΚΠολΔ, πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται στο αναιρετήριο και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτώς από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας και ήταν νόμιμος ή ότι συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ.2. ΚΠολΔ, που προαναφέρθηκαν (Ολ.ΑΠ 43/1990, ΑΠ 1831/2006). Στην προκειμένη περίπτωση από τον αναιρεσείοντα υποστηρίζεται, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο υπέπεσε στην αναφερόμενη πλημμέλεια, αφού έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν από την αναιρεσίβλητη, και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του χωρίς να έχει προταθεί, ότι ο ισχυρισμός του περί δικονομικής συμφωνίας για την απόδειξη του αληθούς εμβαδού επιδίκου κοινού ακινήτου των διαδίκων μόνο με την υπ’ αριθ. 4643/17.12.1986 συμβολαιογραφική πράξη και περί αποκλεισμού των λοιπών αποδεικτικών μέσων ήταν αντίθετος προς τα χρηστά ήθη και ως εκ τούτου απορρίφθηκε από το Εφετείο ως μη νόμιμος. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον ο ως άνω ισχυρισμός του ενάγοντος και εκκαλούντος προτάθηκε το πρώτον ενώπιον του Εφετείου με τον πρόσθετο λόγο έφεσης, που ασκήθηκε απ’ αυτόν, μετά την απόρριψη της ένδικης αγωγής του. Επομένως, το Εφετείο με το να απορρίψει τον εν λόγω ισχυρισμό του ενάγοντος, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω λόγος αναιρέσεως από τον αριθμ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, Περαιτέρω και μετά το αποτέλεσμα αυτό που αναφέρθηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη οι λοιποί (2ος και 3ος ) λόγοι αναιρέσεως από τους αριθμ.1 και 14 αντίστοιχα του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους πλήττεται η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων περί απορρίψεως της προαναφερόμενης “δικονομικής συμφωνίας”των διαδίκων, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς. Και τούτο διότι οι επικαλούμενες πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης αφορώσες επικουρικές αιτιολογίες για την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί δικονομικής συμφωνίας για την απόδειξη του εμβαδού του ενιαίου οικοπέδου μόνο με την αναφερθείσα συμβολαιογραφική πράξη, αποκλειομένης της χρήσης οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου, δεν επιδρούν κατά νόμο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως.
Επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), ενώ τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθρ.495 παρ.4 εδ.ε’ ΚΠολΔ (όπως ήδη ισχύει).