ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ – ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ ΙΔΙΩΤΗ & ΕΛΛ.ΔΗΜΟΣΙΟΥ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΥΠΕΡ ΙΔΙΩΤΗ

Αριθμός Απόφασης 168/2014 – ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΠΕΡΙΛΗΨΗ) :

Δημόσιο – Μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών – Δάσος – Δημόσια κτήματα – Χρησικτησία – Διόρθωση 1ης εγγραφής στο Κτηματολόγιο – . Θέσπιση μαχητού τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου επί των δασών, που προϋπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του β.δ. της 17-11/1-12-1836 «περί ιδιωτικών δασών», εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Έννοια δάσους. Στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε ρύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολειβαδικές ή μη, βραχώδεις εκτάσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλυτίες αυτών. Δεν ασκεί, εξάλλου, επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση. Κτήση κυριότητας ακινήτου – Χρησικτησία Δάση – Αγροτικά ακίνητα – . Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατά τις οικείες ουσιαστικές διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Οι σχετικοί ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κρίθηκε ότι το εν λόγω ακίνητο, το οποίο βρίσκεται στη θέση Βορινέζα της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σπάτων Αττικήςείχε αγροτική μορφή και ουδέποτε υπήρξε δάσος ή δασική έκταση. Αναγνώρισης κυριότητας της ενάγουσας σε βάρος του Ελλ.Δημοσίου. Διόρθωση 1ης εγγραφής στο Κτηματολόγιο.

(Απόσπασμα) :

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 2ο Δημόσιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Ειρήνη Νικολάου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και το Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό των Οικονομικών, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικαστικός αντιπρόσωπος ΝΣΚ Αναστάσιος Κολούτσος, βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Κ. χήρας Γ. Μ. το γένος Ι.Ρ., κατοίκου …………….., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ηλίας Δημακόπουλος, βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15.1.2010 (αρ.εκθ.κατ. 10808/611/20.1.2010) αγωγή της κατά του ήδη εκκαλούντος και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή.

………..

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17/29-11-1936 δ/τος “περί ιδιωτικών δασών” και του άρθρου 1 του νόμου ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών”, όπως είχε τροποποιηθεί με το ν. ΒΠΛΖ`/1903 και το εκτελεστικό διάταγμα της 11.2/24.3.1889, “περί εκτελέσεως του περί διακρίσεως και οριοθεσίας δασών ν. ΑΧΝ”, η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο νόμο 3077/1924 “περί δασικού κώδικα”, και που βασικά δεν απομακρύνεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1-3 του νόμου 998/1979, προκύπτει, ότι δασική έκταση νοείται εκείνη που καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, επίσης, ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής οποιασδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και, γενικά, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη (ΑΠ 1524/2012 Α’ Δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά μεν τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 998 της 28/29-12-1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλοεπιδράσεως οργανικήν ενότητα, και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος”, ενώ, κατά τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, ως δασική έκταση νοείται, “πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών”. Με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Κατά δε το οθωμανικό δίκαιο οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν σε δάση, που ανήκαν κατά κανόνα κατά κυριότητα στο Οθωμανικό Δημόσιο, δικαίωμα εξουσιάσεως (οιονεί επικαρπίας) με “ταπί”, δηλαδή επίσημο τίτλο παραχωρήσεως, που εξέδιδε υπάλληλος του Οθωμανικού Δημοσίου, ( βλ. Κων. Παπαδόπουλο, “Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου”, Αθήνα 1989, τ. Α΄, σελ.529 και Γ. Καριψιάδη ο.π., σελ. 94 ). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του β.δ. της 17/29-11-1836 συνάγεται ότι για τα δάση που δεν αναγνωρίσθηκαν, κατά την διαγραφόμενη ειδικότερα στο άρθρο 3 του ιδίου β.δ/τος διαδικασία, ως ιδιωτικά, δημιουργείται νόμιμο τεκμήριο ότι ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Σε βάρος όμως του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ β.ρ. δίκαιο, [ ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή όμως πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, [ ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)], εφόσον όμως ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11-9-1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, καθώς και από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ΄/1912 “περί δικαιοστασίου”, σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”. Με την απόδειξη συμπληρώσεως έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ανωτέρω τρόπο επέρχεται ανατροπή του ανωτέρω τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όταν ενάγει ο ιδιώτης το δημόσιο ισχυριζόμενος ότι έχει συμπληρωθεί υπέρ αυτού έκτακτη χρησικτησία σε δημόσιο ακίνητο πριν την 11-9-1915 και επικαλείται ότι ασκούσε πράξεις νομής προσιδιάζουσες σε καλλιεργήσιμο αγρό, ο ισχυρισμός του εναγομένου δημοσίου ότι πρόκειται για δάσος από της συστάσεως του ελληνικού κράτους, δεν ανατρέπει αφ’ εαυτού την συμπλήρωση της έκτακτης χρησικτησίας ( εφόσον αυτή χωρεί και επί δασών), ώστε δεν αποτελεί ένσταση αλλά άρνηση του χαρακτήρα του ακινήτου και των συγκεκριμένων πράξεων νομής που επιδέχεται λόγω του χαρακτήρα του αυτού και είναι συνεπώς αντικείμενο ανταποδείξεως στα πλαίσια της κυρίας αποδείξεως που βαρύνει τον ενάγοντα για την ιστορική βάση της αγωγής του.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης το εκκαλούν παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη δέχθηκε αφενός ότι το επίδικο και η μείζων περιβάλλουσα αυτό έκταση ήταν ανέκαθεν γεωργικές καλλιέργειες και ποτέ δασική έκταση, αφετέρου δε ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας-εφεσίβλητης είχαν συμπληρώσει έκτακτη χρησικτησία στο επίδικο ακίνητο πριν την 11/9/1915, ασκώντας δήθεν πράξεις νομής σε αυτό προσιδιάζουσες σε καλλιεργήσιμη έκταση, ενώ αν είχε εκτιμήσει ορθά τις αποδείξεις θα είχε δεχθεί ότι αυτό ήταν δασική έκταση και ως εκ τούτου ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Ε.Μ., υιού της εφεσίβλητης, που εξετάσθηκε με επιμέλειά της και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (το εκκαλούν δεν εξέτασε μάρτυρα), τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ), την από Ιανουαρίου 2008 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας από αεροφωτογραφίες, του τοπογράφου μηχανικού Ιωάννη Σπαντιδέα, προσκομίζει η εφεσίβλητη, και τα υπόλοιπα έγγραφα, που πάλι νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη θέση “Βορινέζα” της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σπάτων, τέως Δήμου Κρωπίας, έχει έκταση 278 τ.μ. και εμφαίνεται στο από 16/10/2006 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του Ο.Κ.Χ.Ε., που είχε συνταχθεί σύμφωνα με το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς ΕΓΣΑ ’87, με αριθμό ΚΑΕΚ 05.023.43.36.003/0/0 και όρια βορειοανατολικά την οδό Αγράφων, νοτιοδυτικά γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ 05.023.43.36.011, ανατολικά με ΚΑΕΚ 05.023.43.36.001 και δυτικά με ΚΑΕΚ 05.023.43.36.002. Το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα της εφεσίβλητς ως εξής : Δυνάμει του υπ’ αριθ. 3348/28-11-1950 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Κρωπίας, Ευάγγελου Ι. Καλαχάνη, το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στις 26/1/1951 στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σπάτων, στον τόμο 12, με αύξοντα αριθμό 147 περιλήλθε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα της Δήμητρας συζύγου Κωνσταντίνου Γκινοσάτη, ένεκα αγοράς από τον Κωνσταντίνο Χρήστου Πασσά ένα αγροτεμάχιο, το οποίο βρισκόταν στη θέση “Βορινέζα” της κτηματικής περιφέρειας Σπάτων, το οποίο συνόρευε ανατολικά με ρέμα, δυτικά με ρουμάνι, βόρεια με ιδιοκτησία Σταματίου Πασσά και νότια με ιδιοκτησία Δημητρίου Κατσίκη και το οποίο η αγοράστρια έκτοτε νεμόταν με διάνοια κυρίας, ήτοι καλλιεργώντας αυτό με δημητριακά, οριοθετώντας, επιβλέποντας, προστατεύοντας και αποτυπώνοντας αυτό σε σχεδιάγραμμα το έτος 1971. Στον δικαιοπάροχό της Κωνσταντίνο Χρήστου Πασσά η ως άνω έκταση είχε περιέλθει δυνάμει άτυπης διανομής, στην οποία προέβη με τα αδέλφια του το έτος 1915, των κληρονομιαίων ακινήτων, που περιήλθαν σ’ αυτούς μετά το θάνατο του πατέρα τους, Χρήστου Πασσά του Κωνσταντίνου, το έτος 1910. Στην μερίδα του Κωνσταντίνου Χρήστου Πασσά περιήλθε η μείζων έκταση των τριών στρεμμάτων, στην οποία από το έτος εκείνο άρχισε να ασκεί τις προσιδιάζουσες στην φύση της πράξεις νομής και κατοχής, ήτοι την καλλιεργούσε και διατηρούσε ιδιόκτητο ποιμνιοστάσιο, αποτελούμε από αιγοπρόβατα, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ο δικαιοπάροχός του Χρήστος Πασσάς του Κωνσταντίνου απέκτησε το όλο ακίνητο από κληρονομιά του πατέρα του Κωνσταντίνου Πασσά, στην οποία νόμιμα υπεισήλθε, ο δε Κωνσταντίνος Πασσάς το νεμόταν προ αμνημονεύτων χρόνων, ήτοι προ της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, καλλιεργώντας αυτό και επιβλέποντάς το. Τόσο η προαναφερομένη δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης, όσο και πριν απ’ αυτήν οι ως άνω απώτατοι δικαιοπάροχοί της, όλες τις πιο πάνω διακατοχικές πράξεις ασκούσαν αδιαλείπτως με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, χωρίς ουδέποτε, καθ’ όλο αυτό το μακρύ διάστημα, να αμφισβητηθεί ο αγροικός χαρακτήρας του όλου ακινήτου ή το δικαίωμα κυριότητάς τους. Δυνάμει του υπ’ αριθ. 29387/4-3-1977 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κρωπίας Λυκούργου Παπαγιαννάκου, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σπάτων στον τόμο 138 με αύξοντα αριθμό 438, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 33117/18-6-1980 πράξη εξόφλησης συμβολαίου και άρσης διαλυτικής αίρεσης του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που έχει επίσης μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών στον τόμο 172 με αύξοντα αριθμό 286, η Δήμητρα σύζ. Κωνσταντίνου Γκινοσάτη, το γένος Χρήστου Πέτρου, μεταβίβασε λόγω πωλήσεως τμήμα ένα αγροτεμάχιο, εμβαδού κατά τον τίτλο κτήσεως 284,20 τ.μ., το οποίο αποτελούσε τμήμα μείζονος εκτάσεως, που είχε περιέλθει σ’ αυτήν κατά τα προεκτεθέντα και ταυτίζεται με το επίδικο, εμφαινόμενο (το πωληθέν τμήμα) στο από 12/6/1971 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου Ντίνου Σταθακόπουλου, το οποίο είχε προσαρτηθεί στο υπ’ αριθμ. 23209 συμβόλαιο του ως άνω συμβολαιογράφου, υπό τον αριθμό 20 του τρίτου τμήματος, συνορευόμενο ανατολικά σε πλευρά μήκους 20,50 μ. Με το υπ’ αριθμ 19 τεμάχιο, ιδιοκτησίας πρώην ιδίας πωλήτριας και νυν Μαρίας χας Τηλεμάχου Ζαρμπάνη, δυτικά σε πλευρά μήκους 20,80 μ. Με το υπ’ αριθ. 21 τεμάχιο ιδιοκτησίας ιδίας πωλήτριας, βόρεια σε πρόσωπο μήκους 14,80 μ. με οδό πλάτους 8 μ., η οποία για το ήμισυ του πλάτους της και για την πρόσοψη του παρόντος τεμαχίου συμμεταβιβάστηκε με το επίδικο προς την εφεσίβλητη και νότια σε πλευρά μήκους 13 μ. με το υπ’ αριθ. 22 τεμάχιο ιδιοκτησίας πρώην ιδίας πωλήτριας και νυν Ανδρέα Μακρίδη. Αμέσως μετά την αγορά του η εφεσίβλητη ανήγειρε αυθαίρετη οικία εντός του επιδίκου ακινήτου, η οποία κατόπιν σχετικών αιτήσεών της το έτος 1980 υδροδοτήθηκε και ηλεκτροδοτήθηκε και έκτοτε χρησιμοποιείται από την εφεσίβλητη ως εξοχική κατοικία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η κτηματική περιοχή του Δήμου Αρτέμιδος Αττικής, όπου βρίσκεται το παραπάνω ακίνητο, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με το ν. 2308/1995. Κατά το άρθρο 2 του ως άνω νόμου, κλήθηκαν, όσοι έχουν εμπράγματο ή άλλο εγγραπτέο στα κτηματολογικά βιβλία δικαίωμα σε ακίνητο της υπό κτηματογράφηση περιοχής, να υποβάλουν δήλωση με περιγραφή του δικαιώματος και αναφορά στην αιτία κτήσης του. Με την υπ’ αριθ. 369/2/4.4.2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ 527/Β/27.4.2006) διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σπάτων για το Δήμο Αρτέμιδος και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή η 27/4/2006. Το επίδικο ακίνητο χαρακτηρίστηκε ως δασική έκταση και καταχωρήθηκε με τον παραπάνω ΚΑΕΚ 05.023.43.36.003/0/0 ως ιδιοκτησία του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου (Διεύθυνση Δασών), το οποίο υπέβαλε την υπ’ αριθμ. 5351/17.9.2002 σχετική δήλωση ιδιοκτησίας, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο, όπως και οι λοιπές περιλαμβανόμενες εκτάσεις, αποτελούν δασικές εκτάσεις, για τις οποίες ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου. Όμως, η πιο πάνω εγγραφή, που αφορά το επίδικο εδαφικό τμήμα, είναι εσφαλμένη, διότι, όπως αναφέρθηκε, το ως άνω μεγαλύτερο ακίνητο δεν αποτελεί (ούτε αποτελούσε) δασική έκταση ή δημόσιο κτήμα, πάντοτε δε, καθ’ όλη την παραπάνω περίοδο, είχε αγροτικό χαρακτήρα. Σε αυτό, μαζί με το υπόλοιπο μέρος του αγροτεμαχίου, ασκούσαν τις προσιδιάζουσες εμφανές διακατοχικές πράξεις η ενάγουσα-εφεσίβλητη και πριν απ’ αυτήν οι δικαιοπάροχοί της (άμεσοι και απώτεροι), ώστε έχοντας το επίδικο τον παραπάνω χαρακτήρα, η εφεσίβλητη απέκτησε την κυριότητά του με παράγωγο τρόπο, αφού περιήλθε σ’ αυτήν, κατά τα παραπάνω, με αγορά από την αληθή κυρία αυτού. Η δικαιοπάροχός της είχε καταστεί κυρία ευρύτερης έκτασης τριών στρεμμάτων με παράγωγο επίσης τρόπο, αφού είχε αποκτήσει από κύριο, με έκτακτη, σε κάθε περίπτωση, χρησικτησία (πρωτότυπο τρόπο), τα στοιχεία της οποίας τόσο υπό την ισχύ του ΑΚ (νομή για μια εικοσαετία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ) όσο και υπό το προϊσχύσαν Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (νομή με καλή πίστη με διάνοια κυρίου επί συνεχή 30ετία), με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων της, συνέτρεξαν στο πρόσωπό της επί χρόνο, που υπερβαίνει ακόμη και την 30ετία. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ποτέ τμήμα δάσους ή δασικής έκτασης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Και τούτο, διότι από την από Ιανουαρίου 2008 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του τοπογράφου μηχανικού ΕΜΠ Ιωάννη Σπαντιδέα, που εξέτασε στερεοσκοπικά ζεύγη αεροφωτογραφιών της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (Γ.Υ.Σ.) των ετών 1945 (Φ. 180-61 και Φ. 180-62), 1959 (56807 και 56808), 1960 (R.25-2568 και R.25-2569) και 1978 (106590 και 106591), τόσο με κατοπτρικό μεγεθυντικό στερεοσκόπιο επί εκάστης αεροφωτογραφίας, όσο και με σαρωτή υψηλής ανάλυσης και δημιουργίας ψηφιακού στερεοειδώλου, προκύπτει ότι τόσο το επίδικο γεωτεμάχιο, όσο και η περιβάλλουσα αυτό ευρύτερη έκταση, ήταν ανέκαθεν γεωργικές καλλιέργειες και δεν περιείχαν ποτέ θάμνους ή δένδρα ή άλλη άναρχη βλάστηση, η οποία εμφανίζεται σε δασικές εκτάσεις, ενώ στις αεροφωτογραφίες έτους λήψης 1978 η ευρύτερη περιοχή έχει χάσει τον γεωργικό της χαρακτήρα, έχουν διανοιχθεί δρόμοι, ενώ εντός του επιδίκου έχει κατασκευαστεί οικία από την εφεσίβλητη. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αποδεικνύεται ότι το επίδικο και η ευρύτερη περιοχή που του περιβάλλει αποτελούσαν πάντοτε αγροτική έκταση και δεν περιείχε ποτέ θάμνους, δένδρα ή άλλη δασική βλάστηση. Από τα προσκομιζόμενα από το εκκαλούν ακριβή φωτοαντιγραφικά αποσπάσματα ορθοφωτοχάρτη της ευρύτερης περιοχής Αρτέμιδος έτους 1998, σε συνδυασμό με τον προσωρινό κτηματικό χάρτη με αριθμό 116919 και κτηματολογικό πίνακα σε ακριβές φωτοαντίγραφο, που αναρτήθηκε στις 9/9/1985, το επίδικο χαρακτηρίζεται ως δημόσια δασική έκταση (με κόκκινο χρωματισμό αντίστοιχα στο προσωρινό κτηματικό χάρτη Δήμου Αρτέμιδος, ήτοι ως εκχερσωθείσα δασική έκταση), εμπίπτον εντός του κωδικού αριθμού 169195788 του προσωρινού κτηματικού χάρτη και του κωδικού αριθμού ΔΑ 350230023583 [δασική έκταση σε τουλάχιστον μία των αεροφωτογραφιών ετών 1937, 1939 και 1945, άλλης μορφής έκτασης κατά το έτος κτηματογράφησης (1985)], συνολικής εκτάσεως 438.015,70 τ.μ., του θεωρημένου δασικού χάρτη Δήμου Αρτέμιδος. Δεν προσκομίζονται, όμως, οι αεροφωτογραφίες αυτές, ούτε σχετική έκθεση διαχρονικής φωτοερμηνείας, ώστε ανταποδεικτικά να αντικρουσθεί το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει ο τοπογράφος μηχανικός Ιωάννης Σπαντιδέας στην προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητη από Ιανουαρίου 2008 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας, περί του ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε γεωργική καλλιέργεια και με βάση της αεροφωτογραφίες του έτους 1945. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος-εναγομένου ότι το επίδικο γεωτεμάχιο αποτελεί δημόσια δασική έκταση δεν αποδείχθηκε. Αλλά και η νομή επ’ αυτού του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου δεν αποδείχθηκε, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτό είχε και έχει αγροτική μορφή, ενώ και οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας-εφεσίβλητης (άμεσοι και απώτεροι) ουδέποτε είχαν απωλέσει τη νομή τους επ’ αυτού. Δεν αποτέλεσε δημόσιο κτήμα, παρά τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει το εναγόμενο-εκκαλούν. Σε κάθε περίπτωση οι πιο πάνω απώτεροι δικαιοπάροχοι της εφεσίβλητης ασκούσαν, κατά τα παραπάνω, φυσική εξουσία στο επίδικο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή 30ετία μέχρι τις 11-9-1915 (1880-1915), δηλαδή για χρονική περίοδο, που ήταν επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία επί δημοσίων κτημάτων ή και δασών. Με βάση τα παραπάνω η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη είναι κυρία του επιδίκου και αυτή έπρεπε να αναγραφεί ως κυρία στην αναφερόμενη παραπάνω ιδιοκτησία του κτηματολογικού φύλλου των βιβλίων του Κτηματολογικού γραφείου Ραφήνας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση και δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την ένδικη αγωγή, αναγνωρίζοντας το αμφισβητούμενο από το εκκαλούν εμπράγματο δικαίωμα της εφεσίβλητης, που έχει προφανές έννομο συμφέρον, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμηση τις προσκομιζόμενες ενώπιόν του αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με το σχετικό τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Κατά συνέπεια, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένη όμως, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 22 § 1 του ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 134423 ΟΙΚ. Της 08.12.1992/20.01.1993 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ τ. Β’ 11/20.01.1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του ν. 1738/1987, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1711/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2014, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ