Αριθμός Aπόφασης 1473/2015 – ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Περίληψη) : Δεν είναι έγκυρο το συμβόλαιο που δεν φέρει τις υπογραφές όλων των συμβαλλομένων προσώπων.
… Η δήλωση βούλησης αποτελεί τη βάση και το ουσιώδες μέρος της δικαιοπραξίας, διότι η δικαιοπραξία, στηριζόμενη στην ιδιωτική βούληση, συνεπάγεται, κατά νόμο, έννομες συνέπειες. Απαραίτητο στοιχείο του εγγράφου, ιδιωτικού ή δημόσιου (για δικαιοπραξία που καταρτίζεται εγγράφως) είναι η ιδιόχειρη υπογραφή εκείνου, ο οποίος ενεργεί την περιλαμβανόμενη στο έγγραφο δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης, διαφορετικά τούτο είναι άκυρο, όπως και η περιεχόμενη σ’ αυτό δήλωση βούλησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 159 και 160 ΑΚ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 432 ΚΠολΔ, που ισχύει για όλα τα έγγραφα, ιδιωτικά ή δημόσια, προϋποθέσεις του κύρους και της αποδεικτικής δύναμης των εγγράφων είναι να έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους, δηλαδή αυτούς που καθορίζει κάθε φορά ο νόμος. Ειδικότερα, το δημόσιο έγγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 438 του ίδιου κώδικα, πρέπει να έχει εκδοθεί από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτούργημα στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, εντός της κατά λειτουργία, καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητάς του, μετά από τήρηση των νόμιμων τύπων που προβλέπονται για τη σύνταξή του και να φέρει την υπογραφή του εκδότη του (δημόσιου οργάνου). Δημόσιο έγγραφο που δεν φέρει τα παραπάνω στοιχεία είναι άκυρο ως τέτοιο, ανεξάρτητα του ότι μπορεί να ισχύει ως ιδιωτικό με τους όρους του άρθρου 443 ΚΠολΔ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 4 του Ν. 2830/2000 (Κώδικας Συμβολαιογράφων), το συμβολαιογραφικό έγγραφο, πριν από την υπογραφή του διαβάζεται στα πρόσωπα που εμφανίζονται και συμπράττουν και υπογράφεται από αυτά και το συμβολαιογράφο. Αναφορά γι` αυτό γίνεται στο τέλος. Οι υπογραφές των αναφερόμενων προσώπων και του συμβολαιογράφου τίθενται σε κάθε φύλλο, κάτω από τις παραπομπές, καθώς και στο τέλος του εγγράφου. Σε περίπτωση κατά την οποία ένας από τους εμφανισθέντες δηλώσει ότι αδυνατεί να υπογράψει, γίνεται σχετική αναφορά στο τέλος του συμβολαίου. Και ναι μεν στις διατάξεις του παραπάνω άρθρου δεν προβλέπεται, ως κύρωση, η ακυρότητα του συμβολαιογραφικού εγγράφου, σε περίπτωση μη υπογραφής του από τα συμβαλλόμενα πρόσωπα, όπως προβλεπόταν ρητά με τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. δ/γματος 1333/1973 (Κώδικας Συμβολαιογράφων), που έχει καταργηθεί και όπως προβλέπεται, επίσης ρητά, στις περιπτώσεις των άρθρων 9 παρ. 4 και 10 παρ. 5 του παραπάνω κώδικα, η παράλειψη, όμως, ρητής μνείας περί ακυρότητας του συμβολαιογραφικού εγγράφου, λόγω παράλειψης της υπογραφής του από τους συμβαλλομένους, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη αυτή δεν επιδρά στο κύρος του, δεδομένου ότι το στοιχείο αυτό, το οποίο ανάγεται στο νόμιμο τύπο σύνταξης του συμβολαιογραφικού εγγράφου, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση του κύρους του.