Από τις διατάξεις των άρθρων 1901, 1902, 1904, 1905 και 1907 ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος, μετά τη γενόμενη στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας δήλωση του περί αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας, αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται για αυτά, μόνο όμως έως το ενεργητικό της κληρονομίας, δηλαδή μόνο με τα στοιχεία της κληρονομίας και όσο αυτά επαρκούν, χωρίς να ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου έχει αποχωρισθεί και αποτελεί χωριστή ομάδα.

Ενδεχόμενη ανεπάρκεια της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών, δεν επηρεάζει ούτε τη νομιμοποίηση των τελευταίων να ασκήσουν κατά του εξ απογραφής κληρονόμου αγωγή για την επιδίκαση των απαιτήσεων τους ούτε τη βασιμότητα της εν λόγω αγωγής (ΑΠ 1163/1981). Απλώς, έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, αλλά μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας.

Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το ίδιο ισχύει και επί αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαιτήσεις κατά της κληρονομίας. Ως εκ τούτου, η αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, αποκλείουσα μόνο την – με βάση τη διαταγή αυτή πληρωμής – επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως επί της ατομικής περιουσίας του εξ απογραφής κληρονόμου, δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο ανακοπής προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 631/2009)