Σύμφωνα με το άρθρο 1721 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται κατά τρόπο, που να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος και υπογράφεται από αυτόν. Η χρονολογία, από την οποία προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, απαιτείται, για να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, της αληθινής βούλησής του και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και για να μπορεί να καθοριστεί η ισχύς της διαθήκης, όταν υπάρχουν και άλλες [διαθήκες] ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά. Η έλλειψη συνεπώς κάποιου από τους ανωτέρω βασικούς όρους συνεπάγεται την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης.

Με έλλειψη δε της χρονολογίας αυτής ισοδυναμεί και η πλαστογραφημένη χρονολογία, εκείνη δηλαδή που έχει τεθεί στο σώμα της διαθήκης από τρίτο πρόσωπο, κατ’ απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη, ενώ η ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται, από μόνη της, ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης.

Συνεπώς, η αναγνώριση ή η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δεν αρκεί για να ισχύσει το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου και της χρονολογίας της. Το βάρος απόδειξης της γνησιότητας, έχει αυτός που επικαλείται τη γνησιότητα. Η διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ αποτελεί κανόνα δημόσιας τάξης, δεν μπορεί δηλαδή η ιδιωτική βούληση να παραμερίσει έστω και κατά το ελάχιστο, τις διατυπώσεις σύνταξης που ορίζει ο νόμος [ΑΠ 726/2016].

Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης [ΑΠ 105/2011].

Από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 παρ. 1 α και 180 ΑΚ προκύπτει ότι η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται κατά τρόπο που να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος που γράφηκε και υπογράφεται από αυτόν. Η έλλειψη, συνεπώς, κάποιου από τους ανωτέρω βασικούς όρους σύνταξής της, συνεπάγεται την ακυρότητα της διαθήκης αυτής, την οποία μπορεί να προτείνει καθένας που έχει άμεσο έννομο συμφέρον.

Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται η κληρονομία του (ΑΠ 609/2014, ΑΠ 103/2013 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 724/2014, ΑΠ 93/2011, ΑΠ 105/2011 στην ΤΝΠ Ισοκράτης). Επίσης έννομο συμφέρον έχουν και οι και οι τετιμημένοι με προγενέστερη έγκυρη διαθήκη κληρονόμοι ή κληροδόχου [ΑΠ 708/2015].

Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι μπορεί να εγερθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης έννομης σχέσης η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον. Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για την έγερση αναγνωστικής αγωγής είναι να έχει ο ενάγων έννομο προς τούτο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο υπό την έννοια ότι η αβεβαιότητα που περιβάλλει την επίδικη έννομη σχέση είναι ενεστώσα, δηλαδή υπάρχει κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδίδεται η απόφαση [ΑΠ 726/2016].