Από το άρθ. 166 του AK ορίζεται ότι “H σύμβαση με την οποία τα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση (προσύμφωνο) υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί”.

Σύμφωνα, δε, με το άρθ. 159 ΑΚ, «Δικαιοπραξία, για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη», και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθ. 180 ΑΚ).

Ως τύπος νοείται έγγραφο συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό ή άλλο έγγραφο δημόσιο ή δήλωση ενώπιον αρχής για την οποία συντάσσεται έκθεση. Σε τύπο υπόκειται μόνο η δήλωση βούλησης και όχι όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το υπό ευρεία έννοια πραγματικό της δικαιοπραξίας.

Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 369 και 1033 ΑΚ, για την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου και, επομένως, στον τύπο αυτόν υποβάλλεται και το προσύμφωνο, το οποίο αφορά τέτοια σύμβαση. Ο ίδιος τύπος απαιτείται και για τις τροποποιήσεις του προσυμφώνου (164 ΑΚ), αλλά αυτές που αφορούν ουσιώδη σημεία του (όχι επουσιώδη), όπως η μεταβολή της προθεσμίας της οριστικής σύμβασης ή των ημεροχρονολογιών καταβολής των δόσεων χρέους του οφειλέτη.

Αντίθετα, η κατάργηση προσυμφώνου, το οποίο αναφέρεται στην κατάρτιση μελλοντικής σύμβασης που έχει αντικείμενο τη μεταβίβαση κυριότητας ή τη σύσταση άλλου εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο, δεν υποβάλλεται στο συμβολαιογραφικό τύπο, που επιβάλλεται για την οριστική σύμβαση και το προσύμφωνο, αλλά μπορεί να γίνει και με μεταγενέστερη άτυπη σύμβαση (βλ. Εφ.Αθ. 934/2006, 2180/2006, με παραπομπές σε θεωρία και νομολογία)