Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 712 παρ. 1 ΚΠολΔ, η συντηρητική κατάσχεση απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο αντιγράφου της απόφασης που τη διατάζει με επιταγή να μην εξοφλήσει την απαίτηση ή να μην παραδώσει τα κινητά, καθώς και με επίδοση, μέσα σε οκτώ ημέρες, σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση, εγγράφου, στο οποίο αναφέρεται η κατάσχεση που έχει επιβληθεί στα χέρια του τρίτου, αλλιώς η κατάσχεση είναι άκυρη. Στην κατάσχεση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών σε χέρια τρίτου.

Σε περίπτωση κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης στα χέρια του Δημοσίου ως τρίτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1, 3 και 5 του Ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού κλπ» (η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο επιβολής της επίμαχης κατάσχεσης στα χέρια του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ως τρίτου), η κοινοποίηση του κατασχετηρίου γίνεται, επιπλέον, σωρευτικά: (α) στον υπουργό, ο οποίος είναι καθ’ ύλην αρμόδιος σε σχέση με την αιτία της οφειλής του Δημοσίου, (β) στην αρμόδια για την πληρωμή της συγκεκριμένης οφειλής του Δημοσίου δημόσια οικονομική υπηρεσία ή στην οικεία χρηματική διαχείριση, (γ) στην αρμόδια για τη συγκεκριμένη οφειλή του Δημοσίου Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου και (δ) στις αρμόδιες για τη φορολογία τόσο του καθ’ ου η κατάσχεση (δανειστή του Δημοσίου), όσο και εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΑΠ 197/2005 στην ΤΝΠ Ισοκράτης).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 712, 715 παρ. 1, 4 και 5, 716 παρ. 3, 722 παρ. 2, 983, 988 παρ. 1, 990, 991 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η κατάσχεση χρηματικής απαίτησης, αναγκαστική ή συντηρητική, δεν συνεπάγεται αυτοδίκαιη, εκ του νόμου, εκχώρηση της απαίτησης σε εκείνον που προβαίνει στην κατάσχεση. Ειδικά επί συντηρητικής κατάσχεσης απαίτησης, η εν λόγω εκχώρηση επέρχεται όταν υπάρξει συρροή της καταφατικής δήλωσης του τρίτου, εντός της οκταήμερης προθεσμίας του άρθρου 985 παρ. 1 ΚΠολΔ ή της προθεσμίας των τριάντα ημερών, σε περίπτωση που τρίτος είναι το Δημόσιο (άρθρο 95 Ν. 2362/1995), ή, σε περίπτωση αρνητικής δήλωσης, με την έννοια του άρθρου 985 ΚΠολΔ, τελεσίδικης απόφασης, με την οποία γίνεται δεκτή η κατά το άρθρο 986 ΚΠολΔ, ανακοπή και τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, που δέχεται την αγωγή για την κύρια απαίτηση εκείνου που επέβαλε τη συντηρητική κατάσχεση, κατά του φερόμενου ως οφειλέτη (ΟλΑΠ 3/1993 στη ΝΟΜΟΣ).

Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 985 ΚΠολΔ, ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση της απαίτησης του καθ` ου η εκτέλεση, οφείλει, μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση σ` αυτόν του κατασχετήριου εγγράφου ή, σε περίπτωση που είναι το Δημόσιο, μέσα σε τριάντα ημέρες από αυτήν (επίδοση), να δηλώσει στη γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του, αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση, αναφέροντας συνάμα ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό, σε περίπτωση δε καταφατικής δήλωσης ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, οφείλει, ακολούθως να ενεργήσει σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 988 ΚΠολΔ. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν η απαίτηση δεν υπάρχει ή πρόκειται για απαίτηση ακατάσχετη, πρέπει να προβεί σε αντίστοιχη αρνητική δήλωση, με την οποία εξομοιώνεται (νομικό πλάσμα) και η παράλειψη της δήλωσης και ο τρίτος λογίζεται ότι δήλωσε ανυπαρξία του κατασχεθέντος δικαιώματος.

Μέσα σε τριάντα ημέρες από την αρνητική δήλωση ή την παράλειψη της δήλωσης του τρίτου, αυτός που επέβαλε την κατάσχεση δικαιούται να ασκήσει ανακοπή, κατά το άρθρο 986 ΚΠολΔ, στο αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο, επικαλούμενος ολική ή μερική ανακρίβεια της δήλωσης, με την οποία μπορεί να ζητήσει το ποσό που κατασχέθηκε και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 480/2012 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 358/2004, ΕφΛαρ 179/2016 ΕφΠειρ 406/2010, ΕφΑθ 6325/2008, ΕφΑθ 2810/2005 στην ΤΝΠ Ισοκράτης). Αν περάσει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία για την άσκηση ανακοπής επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα για άσκηση ανακοπής, οπότε εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση, όπως θα συνέβαινε και στην περίπτωση που είχε ασκήσει ανακοπή και αυτή είχε απορριφθεί τελεσίδικα, δεν έχει πια το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια της δήλωσης του τρίτου ή τις συνέπειες της παράλειψης της δήλωσης και να ζητήσει να καταβληθεί σ’ αυτόν το ποσό που κατασχέθηκε ή η αποζημίωση του άρθρου 985 παρ. 3. Μετά την έκπτωση δεν είναι δυνατή η αναβίωση του δικαιώματος εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση, ούτε με νέα κατάσχεση ούτε με έγερση αναγνωριστικής αγωγής. Μόνο με αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι δυνατή η ανατροπή των αποτελεσμάτων αυτών (ΑΠ 15/1993 στην ΤΝΠ Ισοκράτης, Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ, τόμος ΣΤ, έκδοση 1997, κάτω από το άρθρο 986, σημ. 5 και 6, σελ. 106, Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή: Αναγκαστική εκτέλεση – Ειδικό Μέρος, έκδοση 2001, σελ. 398).