Κατά το άρθ. 20 του ν. 2882/2001 (Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων), προκειμένου να καθοριστεί οριστική τιμή μονάδος αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντος ακινήτου, κάθε ενδιαφερόμενος δικαιούται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση της αποφάσεως του προσωρινού προσδιορισμού τιμής μονάδος αποζημίωσης, και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την έκδοση της αποφάσεως του προσωρινού προσδιορισμού τιμής μονάδος αποζημίωσης, να ζητήσει από το αρμόδιο προς τούτο εφετείο (και, πλέον, τριμελές εφετείο, σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθ. 76 του Ν. 4146/2013), στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριωθείσα έκταση ή το μεγαλύτερο αυτής μέρος, με αίτησή του, που κατατίθεται στη γραμματεία του εφετείου, να καθοριστεί η οριστική τιμή μονάδος αποζημιώσεως (παρ. 1 και 2).
Ο πρόεδρος του εφετείου ορίζει δικάσιμο, σε χρόνο όχι βραχύτερο των 30 ημερών ούτε βραδύτερο των 40 ημερών, από την κατάθεση της αίτησης, η οποία και επιδίδεται, με επιμέλεια του αιτούντος, σε εκείνους κατά των οποίων απευθύνεται, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τον ορισμό της δικασίμου και πάντως δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (παρ. 3).
Από την τελευταία αυτή διάταξη, στην οποία δεν επαναλαμβάνεται η διατύπωση της παρ. 3 του άρθρ. 19 του ν.δ. 797/1971, με την οποία ρητά επιβάλλονταν η κοινοποίηση της αίτησης με την πράξη ορισμού, από τον πρόεδρο, δικασίμου εντός της προθεσμίας του εξαμήνου, προκύπτει ότι στη βούληση του νομοθέτη με τη νέα ρύθμιση είναι, να περιοριστούν τα απαράδεκτα, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία δεν κατατεθεί η αίτηση στο αρμόδιο εφετείο εντός των πιο πάνω αποκλειστικών προθεσμιών και δεν κοινοποιηθεί σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισθείσα από τον πρόεδρο δικάσιμο.
Με τη νέα, δηλαδή, διάταξη, που απηχεί τα ισχύοντα επί διοικητικών διαφορών για την απεμπλοκή των διαδίκων από τα δικονομικά απαράδεκτα, αποσυνδέθηκε η υποχρέωση επίδοσης της αίτησης εντός του εξαμήνου και αρκεί μόνη η κατάθεσή της εντός αυτής της προθεσμίας, ολοκληρώνεται δε η “άσκησή” της, η οποία στα πλαίσια του αστικού δικονομικού δικαίου περιλαμβάνει και την επίδοση, με την κοινοποίηση της αίτησης στην προθεσμία των 15 ημερών πριν από την ορισθείσα δικάσιμο. Αν δεν χωρήσει επίδοση εντός του τελευταίου αυτού χρονικού ορίου, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και η προσδιορισθείσα από το μονομελές πρωτοδικείο τιμή μονάδος καθίσταται οριστική.
Η νέα αυτή ρύθμιση προσιδιάζει και προς τη φύση της αιτήσεως για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος, η οποία, χωρίς να έχει την έννοια και τη φύση ενδίκου μέσου, οδηγεί στην επανεξέταση της υποθέσεως από το εφετείο (και, πλέον, τριμελές εφετείο, σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθ. 76 του Ν. 4146/2013) για το διάδικο εκείνο που δεν αποδέχεται την προσδιορισθείσα από το μονομελές πρωτοδικείο (και, πλέον, μονομελές εφετείο, σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθ. 76 του Ν. 4146/2013) προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης και τη βούλησή του αυτή εκδηλώνει με την εμπρόθεσμη άσκηση της αίτησης στο αρμόδιο εφετείο (και, πλέον, τριμελές Εφετείο σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθ. 76 του Ν. 4146/2013).
Ο τυχόν ορισμός της δικασίμου από τον πρόεδρο του εφετείου, λόγω του μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών υποθέσεων (υπερπλήρωση πινακίων) σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από την οριζόμενη προθεσμία των σαράντα ημερών από την κατάθεση της αίτησης, δεν μπορεί να αποβαίνει σε βάρος του αιτούντος, ο οποίος έπραξε τα καθ` εαυτόν και συμμορφώθηκε με τα υπό του νόμου οριζόμενα με την εμπρόθεσμη, από μέρους του, κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου της αίτησης.
Δηλαδή, το παραδεκτό ή όχι της αίτησης, δεν μπορεί να εξαρτάται από τη δυνατότητα του δικαστηρίου να προσδιορίζει εντός ή εκτός του εξαμήνου τη δικάσιμο, αλλά μόνο από τον αν ο ίδιος ο διάδικος κοινοποίησε την αίτηση 15 ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, όποτε αυτή προσδιοριστεί. Αιτίαση σε βάρος του αιτούντος για ενδεχόμενη από μέρους του προσπάθεια παρέλκυσης της σχετικής διαδικασίας οριστικού προσδιορισμού της τιμής μονάδος, δεν μπορεί να αποδοθεί, αφού τον ίδιο δεν βαρύνει καμιά ευθύνη για την τυχόν βραδύτητα στον προσδιορισμό (Ολ.ΑΠ 27/2006, 28/2006, 32/2007).