Είναι συνήθης η πρακτική τραπεζών,  κατά την χορήγηση δανείων σε πελάτες τους,  να ζητούν από αυτούς την υπογραφή των συμβάσεων δανείων από πρόσωπα του περιβάλλοντος  των ενδιαφερομένων να λάβουν δάνεια, για την διευκόλυνση, όπως ισχυρίζονται της διαδικασίας εγκρίσεως του δανείου. Κατά την προσέλευση των εγγυητών στις τράπεζες, οι υπάλληλοι τους προτρέπουν να υπογράψουν ως εγγυητές χωρίς να τους ενημερώνουν για τις συνέπειες  της υπογραφής τους. Μετά από καιρό, όταν ο οφειλέτης αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες, αυτές στρέφονται κατά των εγγυητών και  προβαίνουν σε λήψεις αναγκαστικών μέτρων σε βάρους τους,  με συνέπεια να χάνονται περιουσίες των εγγυητών  και  να  διαλύονται οικογένειες λόγω της ελαφρότητάς τους να υπογράψουν τόσο δυσμενείς  συμβάσεις. Οι συμβάσεις εγγύησης  γίνονται ακόμη πιο δυσμενείς, διότι εμπεριέχονται σε αυτές έντυπες παραιτήσεις του εγγυητή, από κάθε  ένσταση, με αποτέλεσμα κατά την ώρα της εξέτασης της υπόθεσης από τα δικαστήρια να είναι αποψιλωμένοι από κάθε όπλο κατά της τράπεζας. Τα δικαστήρια  ωστόσο πολλές φορές, αντιλαμβανόμενα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπεγράφησαν οι εγγυήσεις, δέχονται τους ισχυρισμούς των εγγυητών, υπό την προϋπόθεση ότι διατυπώνονται με την δέουσα ορθότητα και  ευκρίνεια και τους απαλλάσσουν.

Έτσι έχει κριθεί  ότι,  κατά το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείεται από ενδεχομένη παραίτησή του εκ των προτέρων από του κατ’ άρθρο 855 ΑΚ δικαιώματος διζήσεως. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτή ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 332 εδ. α’ ΑΚ είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (Ολ. ΑΠ 6/2000). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες – πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, στην εγγύηση αορίστου χρόνου θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκαμε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 ΑΚ) ή υπαιτίως δεν αποδέχεται την εγκύρως προσφερομένη κυρία οφειλή ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη ή παρατείνει την προθεσμία εξοφλήσεως, εν αγνοία του εγγυητή, καθίσταται δε μετά ταύτα αναξιόχρεος, ή αν ο δανειστής, μολονότι μπορούσε να διενεργήσει ταμειακό έλεγχο από τον οποίο ήταν δυνατόν να αποδειχθεί αύξηση της οφειλής, παρέλειψε να προβεί σ’ αυτόν. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστή οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής, ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθερώσεώς του. Τέλος, εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαρείας αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρείας, αξιολογική κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά.

Επίσης, τα δικαστήρια  έχουν κρίνει ότι η υπογραφή της σύμβασης εγγύησης μπορεί  να κριθεί ότι είναι εξ υπαρχής άκυρη, όταν είναι καταπλεονεκτική.  Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς τη παροχή. Εξ αυτών σαφώς συνάγεται ότι για τον χαρακτηρισμό δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη, απαιτείται αφενός μεν, η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν κατά τον χρόνο της συνομολόγησης τους, κατά τις περιστάσεις, σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε, η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες, περιεχομένου αναγκαίως, κατά την έννοια της εκμετάλλευσης, και του αποτελούντος προϋπόθεση αυτής στοιχείου της γνώσης των εν λόγω περιστάσεων. Έτσι, για την αναγνώριση της ακυρότητας μιας σύμβασης, ως αισχροκερδούς και καταπλεονεκτικής, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις σωρευτικά: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλόμενους και γ) εκμετάλλευση από τον άλλο συμβαλλόμενο της γνωστής σ` αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλόμενου. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και τις συναλλαγές, μπορεί δε να είναι επακόλουθο της ηλικίας, της διανοητικής κατάστασης του προσώπου ή άλλης αιτίας (ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 868/2008, ΑΠ 1244/2005 Νόμος, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 50.841). Κουφότητα, η οποία μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα της ηλικίας, της πνευματικής κατάστασης ή άλλης αιτίας, είναι η αδιαφορία κι η αμεριμνησία, από την οποία ο συναλλασσόμενος δεν μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεων του, ενώ ως ανάγκη εννοείται και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής. Αν λείπει ένα από τα άνω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατ` άρθρο 179 ΑΚ (ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 2095/2009 ΕλλΔνη 51.1348, ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 1394/2009, ΑΠ 1019/2007 Νόμος, ΑΠ 936/2007 ΕλλΔνη 50.1686, ΑΠ 252/2004 ΕλλΔνη 46.168, ΑΠ 492/2004 ΕλλΔνη 47. 452). Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε αυτή, διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της (ΑΠ 868/2008, ΑΠ 497/1997 ΕλλΔνη 39.100, ΑΠ 307/1993 ΕλλΔνη 35.1295, ΕφΑΘ 7955/2006 Νόμος, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002.997, ΕφΠατρ 133/2001 ΑχαΝομ 2002.3). Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την κατάσταση (ανάγκης, κουφότητας, απειρίας) του αντισυμβαλλομένου του επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή (ΑΠ 1019/2007, ΑΠ 1244/2005 Νόμος), χωρίς να είναι απαραίτητη για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικά επιλήψιμα περιστατικά που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας (ΑΠ 529/2001 ΕλλΔνη 42.1569, ΑΠ 582/1993 ΕλλΔνη 1994 1101, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 2009 841, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002 997).