Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα γάμου (1400 ΑΚ) μέσα από τη νομολογία του Αρείου Πάγου

Κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 1400 : “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια”. Τέλος, κατά την παρ. 3 του άρθρου 1400 : “Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες”.

ΓΑΜΟΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ Ν. 1329/1983 : Σημειωτέον, ότι σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 του ν.1329/1983), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 ν. 1649/1986, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει εφαρμογή και επί γάμων που τελέσθηκαν καθώς και περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1329/1983 (ΑΠ 808/2015), εφόσον ο γάμος δεν είχε λυθεί ή ακυρωθεί μέχρι τότε (ΑΠ 1658/2001).

ΥΠΑΡΞΗ ΓΑΜΟΥ : Από τη διάταξη αυτή, αποσκοπούσα στην προστασία του συζύγου με τη μικρότερη αύξηση της περιουσίας (δηλ. κατά κανόνα του οικονομικώς ασθενέστερου) και περιέχουσα, ως εκ τούτου κανόνα αναγκαστικού δικαίου, συνάγεται ότι η εφαρμογή της προϋποθέτει τέλεση γάμου και άρα στο ρυθμιστικό της πεδίο εμπίπτει μόνο η αξίωση του ενός συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου.

Αναλογική εφαρμογή αυτής της ρυθμίσεως στη λεγόμενη ελεύθερη (εκτός γάμου) ένωση δύο ετερόφυλων προσώπων δεν είναι δυνατή, καθόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναλογίας.

Ειδικότερα, κατά τη θέσπιση της κρίσιμης ρυθμίσεως, ο νομοθέτης, επιθυμώντας την υπαγωγή σ’ αυτή μόνο της έγγαμης σχέσεως, απέφυγε ηθελημένως όμοια ή ανάλογη ρύθμιση και της ελεύθερης ενώσεως, μολονότι τη γνώριζε ως υπάρχουσα de facto κατάσταση. Μεταξύ των δύο περιπτώσεων άλλωστε υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, ως προς τη σύσταση, τη λειτουργία, τη λύση, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τις δεσμεύσεις κλπ, και ως εκ τούτου η ελεύθερη ένωση, μη υπαγόμενη στο νομικό καθεστώς του γάμου, δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές του, ενόψει μάλιστα και του ότι οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, αρνούμενοι να τελέσουν γάμο, δεν θέλησαν να υπαχθούν γενικώς στις διατάξεις που ρυθμίζουν τον γάμο. Είναι όμως δυνατή η ευθεία εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αν σε συγκεκριμένη περίπτωση ελεύθερης συμβιώσεως συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των (ΑΠ 1926/2013, 206/2011, 874/2008).

Συναφώς έχει κριθεί ότι το ποσό της προκαταβολής τιμήματος, που δόθηκε από τον ενάγοντα σύζυγο για την αγορά της μελλοντικής συζυγικής στέγης (διαμερίσματος) επ’ ονόματι του ετέρου εναγόμενου συζύγου, καθώς και το ποσό των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο ενάγων σύζυγος πριν την τέλεση του γάμου για την ανακαίνιση και επίπλωση του διαμερίσματος του εναγόμενου συζύγου αναζητείται (μετά την αμετάκληση λύση/ακύρωση του γάμου) μόνο κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ) και όχι κατά την διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ (ΑΠ 753/2008).

ΧΡΟΝΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ : Η αξίωση αυτή είναι ενοχικής φύσεως και προσωποπαγής, γεννιέται δε

από τη στιγμή που θα λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων.

Πριν από την επέλευση των χρονικών αυτών σημείων ο σύζυγος έχει απλώς δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο δεν εξομοιώνεται προς το υπό αίρεση δικαίωμα και γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να εγερθεί προκαταβολικά από το μέλλοντα δικαιούχο η σχετική αγωγή για την επιδίκαση της εν λόγω απαίτησής του ή και την κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ αναγνώριση αυτής. Συνακόλουθα, εφόσον κάθε σύζυγος δεν είναι ούτε υπό προθεσμία ούτε υπό αίρεση δικαιούχος, αλλ’ έχει απλή προσδοκία κτήσης μελλοντικού δικαιώματος, στην περίπτωση της τριετούς διάστασης, η σχετική για τα αποκτήματα αγωγή ή για την κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ αναγνώριση αυτής δεν ασκείται νομίμως πριν από τη συμπλήρωση της τριετίας, καθόσον δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ, ενόψει του ότι δεν είναι γεννημένο το δικαίωμα όπως απαιτείται κατά νόμο (ΑΠ 1491/2010, 1590/2005, 430/2011). Για τον ίδιο λόγο, σε περίπτωση απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που έγινε από τον υπόχρεο σύζυγο, πριν συμπληρωθούν τα ως άνω αναφερόμενα χρονικά σημεία, ο δικαιούχος σύζυγος δεν μπορεί να ζητήσει την διάρρηξη της απαλλοτριωτικής αυτής δικαιοπραξίας κατ’ εφαρμογή των άρθρων 939 επ. Α.Κ., οι οποίες προϋποθέτουν ότι ο ενάγων είχε την ιδιότητα του δανειστή, όταν επιχειρήθηκε η απαλλοτρίωση (ΑΠ 1825/2009, 602/2005).

 

ΕΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΘΗΚΗΣ : Στο στάδιο της προσδοκίας και ευθύς ως οι σχέσεις των συζύγων διαταραχθούν σε βαθμό ώστε η επιδίωξη της λύσεως του γάμου να είναι πιθανή, είναι ενδεχόμενο, ο υπόχρεος σύζυγος να προβαίνει σε πραγματικές ή εικονικές διαθέσεις των περιουσιακών του στοιχείων ή σε εικονικές αναλήψεις υποχρεώσεων, ώστε η απομένουσα σε αυτόν (τελική) περιουσία να είναι ασήμαντη ή έστω μη ουσιωδώς αυξημένη σε σχέση με την αρχική περιουσία του και έτσι η αξίωση του συζύγου του να είναι ποσοτικά ασήμαντη ή να μη μπορεί να ικανοποιηθεί. Ανακύπτει, επομένως, η ανάγκη για αποτελεσματική προστασία του δικαιούχου συζύγου απέναντι στον άλλο σύζυγο, ο οποίος, στο πλαίσιο του συστήματος της περιουσιακής αυτοτέλειας, διατηρεί χωρίς περιορισμούς την ελευθερία διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων. Η προστασία αυτή πρέπει να τείνει στον περιορισμό της ελευθερίας του συζύγου για διάθεση των περιουσιακών του στοιχείων κατά τη διάρκεια του γάμου, ώστε να μπορεί να ικανοποιηθεί από την περιουσία του η αξίωση του δικαιούχου συζύγου (βλ. Ι. Δεληγιάννη, Οικογ. δικ. ΙΙ (1987) σ. 120, Γ. Σταθέα, Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, Αθήνα 1990, σ. 204, Παρατηρήσεις Ν. Τσίπη στον Αρμ 1994. 326 επ. (327), Dieter Giesen, Familienrecht (1994) σ. 321). Ειδική προστασία στο στάδιο της προσδοκίας παρέχει ο νομοθέτης στο δικαιούχο σύζυγο με τη δυνατότητα εγγραφής υποθήκης στα ακίνητα του υποχρέου συζύγου με βάση τον τίτλο εκ του νόμου (1262 αριθ. 4 ΑΚ). Η υποθήκη μπορεί να εγγραφεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του γάμου (και πριν από τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή την τριετή διάσταση), για την εξασφάλιση της μελλοντικής απαίτησης. Το γεγονός και μόνο ότι υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τη μελλοντική απαίτηση και κυρίως ως προς το ύψος αυτής ενόψει του ότι είναι άδηλον αν και πότε ο γάμος θα λυθεί ή ακυρωθεί ή η τριετής διάσταση θα συμπληρωθεί και πώς θα διαμορφωθούν έως τότε οι περιουσιακές συνθήκες εκατέρου συζύγου, δεν αποτελεί εμπόδιο για την εγγραφή της υποθήκης.

Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 1262 αρ. 4 του ΑΚ, τίτλο από το νόμο για την απόκτηση υποθήκης έχει ο κάθε σύζυγος για την απαίτησή του από την επαύξηση περιουσίας του άλλου συζύγου κατά το άρθρο 1400, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 1402 ΑΚ με την επιφύλαξη της διάταξης των άρθρων 1262 αριθ. 4 ο καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα στην περίπτωση που ασκήθηκε αγωγή διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή που ο ίδιος άσκησε με αγωγή την αξίωση του άρθρου 1400 να ζητήσει από τον άλλο σύζυγο ή από τους κληρονόμους του, την παροχή ασφάλειας, αν εξαιτίας της συμπεριφοράς τους υπάρχει βάσιμος φόβος ότι κινδυνεύει αυτή η αξίωση του.

Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο τίτλος για την απόκτηση υποθήκης στην περίπτωση του άρθρου 1262 αρ. 4 ΑΚ είναι γενικός και καλύπτει όλα, κατά κανόνα, τα ακίνητα του υπόχρεου σε απόδοση της συμμετοχής στα αποκτήματα συζύγου παρόντα και μελλόκτητα και όχι μόνο εκείνα τα ακίνητα τα οποία αποκτήθηκαν με κοινή συνεισφορά των συζύγων (ΑΠ 87/1998).

ΚΥΡΟΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ : Όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου και των άρθρων 3, 174, 178, 871 και 1441 ΑΚ, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, οπότε,

κατ’ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η τελευταία (συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα) τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της, εξ αυτού αποκλειστικά του λόγου διαζυγίου, λύσης του γάμου.

Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του άλλου (υποχρέου) συζύγου. Η, ως άνω, παραίτηση έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις και όχι σ’ αυτήν του άρθρου 454 ΑΚ, εφόσον, κατά τα προεκτιθέμενα, η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που εκείνη (παραίτηση) λαμβάνει χώρα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντληθεί από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 4356/2015, η οποία για τους συνάπτοντες σύμφωνο συμβίωσης ορίζει ότι ” τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή τους”, διότι αν ο νομοθέτης ήθελε να ισχύει η απαγόρευση αυτή και στην περίπτωση του άρθρου 1400 ΑΚ θα το όριζε σ’ αυτό ρητά (ΟλΑΠ 6/2019).

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΧΡΕΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ : Σε περίπτωση θανάτου του ενός συζύγου η αξίωση της διάταξης του άρθρου 1400 ΑΚ δεν γεννιέται στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε (άρθρο 1401 εδάφ. α’ ΑΚ). Ο επιζών, επομένως, σύζυγος, εκτός των κληρονομιαίων στοιχείων, τα οποία ενδέχεται να λάβει ως εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κληρονόμος, έχει και αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, η οποία στρέφεται κατά των λοιπών κληρονόμων του θανόντα συζύγου του, οπότε ο καθένας απ’ αυτούς θα βαρύνεται, προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του προς τον επιζώντα σύζυγο, ανάλογα με το κληρονομικό του δικαίωμα. Εφόσον δε ο επιζών σύζυγος είναι και κληρονόμος, στο πρόσωπο του θα συνενωθούν ως προς την αξίωση συμμετοχής οι ιδιότητες δανειστή και οφειλέτη. Έτσι, επέρχεται απόσβεση του μέρους της απαίτησης, που αντιστοιχεί στο κληρονομικό του δικαίωμα, με σύγχυση (άρθρο 453 εδάφ. α’ ΑΚ) (ΑΠ 2060/2009).

ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΩΣΗ – ΑΙΤΗΜΑ ΑΥΤΟΥΣΙΑΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ : Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι, κατ` αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση (ΑΠ 492/2017). Ο κανόνας, όμως, αυτός, δεν αποκλείει την εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος σχετικό αίτημα του συζύγου, ενοχικά πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου με αυτούσια απόδοση είτε ανάλογου ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό της συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου (ΟλΑΠ 28/1996). Συναφώς έχει κριθεί ότι η προκείμενη αγωγή, που έχει αίτημα την αυτούσια απόδοση του ακινήτου, ως “αποκτήματος” κατά το άρθρο 1400 ΑΚ, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αγωγών που πρέπει να εγγράφονται υποχρεωτικώς, κατ’ άρθρο 220 ΚΠολΔ, στα βιβλία διεκδικήσεων (ΑΠ 1658/2001).

 

ΑΥΞΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ : Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.

Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 492/2017,1899/2014, 406/2003).

Συναφώς, έχει κριθεί ότι σε περίπτωση διάστασης των συζύγων το δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα γεννάται αναλογικά και από της συμπληρώσεως τριετούς διάστασης. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν ορίζεται το συγκεκριμένο χρονικό σημείο μετά τη συμπλήρωση τριετίας, κατά το οποίο πρέπει να κρίνεται το αν επήλθε ή όχι αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η αύξηση άρα αυτή δεν αποκλείεται να συνεχίζεται και μετά τη συμπλήρωση της τριετίας έως και του απώτατου χρονικού σημείου που ορίζεται από το νόμο, δηλαδή της λύσεως του γάμου. Επομένως, επί αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα στηριζόμενης στην συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως, το ζήτημα, αν επήλθε ή όχι από της τελέσεως του γάμου αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου και πόση, εκτιμάται στο χρόνο ασκήσεως της αγωγής. Στον ίδιο χρόνο πρέπει να γίνεται και η αναγωγή σε χρήμα των όποιων κρίνονται ότι αποκτήθηκαν περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου για τον προσδιορισμό της ενοχικής και κατ’ αρχήν χρηματικής αξιώσεως συμμετοχής του ενάγοντος στα αποκτήματα (ΑΠ 430/2002).

Στην έννοια του όρου “περιουσία” περιλαμβάνεται και ακίνητο, που κατά τη διάρκεια του γάμου μεταβιβάσθηκε σε ένα των συζύγων με άτυπη παραχώρηση, χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 1033 του ΑΚ, αφού και η νομή και κατοχή του που μεταβιβάζεται στην περίπτωση αυτή εφόσον υπάρχει μέχρι τον προαναφερθέντα κρίσιμο χρόνο συνυπολογισμού της κτηθείσης περιουσίας έχει αποτιμητή αξία, η οποία με την αγωγή δυνατόν να εξισώνεται με εκείνη της πλήρους κυριότητος, ο προσδιορισμός δε αυτός μπορεί να γίνει δεκτός και κατ` ουσίαν από το Δικαστήριο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 1400 και 1033 του ΑΚ με εσφαλμένη εφαρμογή, εφόσον όμως από το Δικαστήριο γίνεται δεκτό ότι η αξία που γίνεται αποδεκτή αφορά τη νομή ή την κατοχή του αποκτήματος (ΑΠ 318/2014, 379/2011).

Από την αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1400 ΑΚ προκύπτει ότι στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.

Ο λόγος είναι προφανής, αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Λαμβανομένου δε υπόψη του σκοπού της πιο πάνω διατάξεως, ως δωρεά πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία (ΑΠ 1357/2015). Συναφώς έχει κριθεί ότι στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων υπολογίζεται το περιουσιακό στοιχείο (οικόπεδο) που δόθηκε, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1 εδ. γ΄, 5 και 6 παρ. 1 του β.δ/τος 775/1964 “περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί Λαϊκής Κατοικίας”, στην οικογένεια αυτών με χρέωση της αξίας του, για την ανέγερση επ΄αυτού λαϊκής κατοικίας προς αυτοστέγαση, γιατί και στην περίπτωση αυτή υπάρχει συμβολή της συζύγου, κατά την έννοια του άρθρου 1400 ΑΚ, στην απόκτηση του παραχωρηθέντος κρατικού οικοπέδου, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του β.δ/τος 775/1964, δικαιούχοι κρατικής στεγαστικής συνδρομής είναι μόνον οικογένειες, των οποίων ο αρχηγός είναι μισθωτός εν γένει, στην έννοια δε της οικογένειας περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 35 παρ. 1 αυτού, αμφότεροι οι σύζυγοι. Επομένως στην περίπτωση που το εν λόγω οικόπεδο παραχωρήθηκε στο σύζυγο, με την ιδιότητα του αρχηγού της οικογένειας, με χρέωση μάλιστα, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παρ. 3 εδαφ. β΄του πιο πάνω β.δ/τος, της κατά το χρόνο της παραχωρήσεώς του τρέχουσας αξίας αυτού, δεν μπορεί να γίνει λόγος για δωρεάν κρατική παραχώρησή του προς αυτόν και απόκτησή του εκ μέρους του από χαριστική αιτία, με συνέπεια τον μη υπολογισμό του στην αύξηση της περιουσίας του, αφού αν δεν ήταν έγγαμος δεν θα ήταν δικαιούχος της παραχωρήσεως (ΑΠ 655/1998).

Εξ αυτού συνάγεται ότι δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου ό,τι αυτός απέκτησε από δωρεά του άλλου συζύγου και δεν αποδίδεται η αύξηση αυτή, ως αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα.

Ότι η έννοια της διατάξεως είναι αυτή προκύπτει και από το γεγονός ότι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου από δωρεά τρίτου δεν οφείλεται σε συμβολή του άλλου συζύγου (ΑΠ 932/2009) και ως εκ τούτου, εξαρχής, δεν περιλαμβάνεται στο πραγματικό του άρθρου 1400 παρ. 1 ΑΚ (ΑΠ 808/2015). Έχει υποστηριχθεί όμως και η αντίθετη άποψη, ότι οι δωρεές μεταξύ των συζύγων υπολογίζονται στην τελική περιουσία. Και τούτο γιατί κάθε δωρεά μεταξύ συζύγων, ακόμη και αν γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή κοινωνική ευπρέπεια, τελεί υπό την διαλυτική αίρεση ότι δεν θα λυθεί ο γάμος με διαζύγιο ή δεν θα ακυρωθεί. Αν συμβεί μια από αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δωρεά δόθηκε με σιωπηρή συμφωνία των συζύγων ως προκαταβολή για ενδεχόμενη μελλοντική αξίωση στα αποκτήματα (ΑΠ 781/2013). Τέτοιο χαρακτήρα (προκαταβολής για ενδεχόμενη μελλοντική αξίωση για αποκτήματα) κρίθηκε ότι είχαν οι παροχές οικονομικών μέσων προς την ενάγουσα για να κάνει πολυδάπανη ζωή (αγορές κυρίως πολύ ακριβών ενδυμάτων και κοσμημάτων από αξιόλογους εμπορικούς οίκους της ημεδαπής και της αλλοδαπής) και οι με εντολή της ενάγουσας παροχές προς τον υιό της, από άλλο γάμο, για την αγορά μοτοσυκλέτας, ακριβών αυτοκινήτων κλπ. Οι παροχές αυτές κρίθηκε ότι απομείωσαν τη συμβολή της ενάγουσας στην περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου (ΑΠ 1682/2005).

Έχει κριθεί ότι σε περίπτωση παροχής εργασίας εκ μέρους του δικαιούχου συζύγου σε εταιρεία με νομική προσωπικότητα, της οποίας εταίρος είναι ο υπόχρεος σύζυγος, αυτός έχει αξίωση κατ’ εκείνης (εταιρείας), κατά τα άρθρα 648 επ. ή 904 επ. ΑΚ, και όχι κατά του υπόχρεου συζύγου, εφόσον η εργασία αυτή δεν ελήφθη υπόψη ως συμβολή αμέσως στην αύξηση της περιουσίας της εταιρείας και εμμέσως της περιουσίας του εναγομένου μετόχου της (ΑΠ 486/2009).

ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΕΠΑΥΞΗΣΗΣ : O χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν και της αξίας αυτών. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής (ΑΠ 1295/2017). Τούτο συνεπάγεται ότι ο ενάγων έχει τη δυνατότητα, αν έχει παρέλθει σημαντικός χρόνος από της αμετάκλητης λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση, και συνακόλουθη (τιμαριθμική) μεταβολή της πραγματικής αξίας του χρήματος, να αξιώσει την απόδοση του (μεγαλύτερου) ποσού, που κατά το χρόνο της συζητήσεως ισοδυναμεί με την αξία της συμβολής του κατά τον κρίσιμο χρόνο γεννήσεως της αξιώσεώς του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί αντίστοιχα να προβάλει ότι η πραγματική αξία του χρήματος έχει μειωθεί και να ζητήσει αντίστοιχη προσαρμογή του οφειλομένου ποσού. Η παράλειψη όμως του ενάγοντος να αξιώσει τέτοια αναπροσαρμογή δεν δημιουργεί ελάττωμα του δικογράφου της αγωγής και δεν καθιστά την τελευταία αόριστη συνεπεία τούτου (ΑΠ 1357/2015).Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που τη διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ενστάσεως, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο (ΑΠ 3/2016). Η ανυπαρξία αυξήσεως της περιουσίας κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεως αποτελεί λόγο απορρίψεως της αγωγής.  Απαιτείται συνεπώς αύξηση της περιουσίας και συμβολή του δικαιούχου και διατήρηση αυτής κατά τον κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεως. Οι ενδιάμεσες αυξομειώσεις της περιουσίας είναι αδιάφορες.

Συνακόλουθα τούτων δεν περιλαμβάνονται στην τελική περιουσία στοιχεία που αποκτήθηκαν μεν κατά τη διάρκεια του γάμου, αλλά στη συνέχεια εκποιήθηκαν πριν από τη λύση ή την ακύρωσή του ή τη συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως, εκτός αν το περιουσιακό αντικείμενο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε και ο άλλος σύζυγος έχει εκποιηθεί και στη θέση του έχει υποκατασταθεί κάποιο άλλο, που σώζεται κατά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης, οπότε η σχετική αξίωση του δικαιούχου μετατίθεται σε αυτό.

Η εκποίηση αυτή, την οποία μπορεί να αγνοεί ο δικαιούχος σύζυγος, ιδίως στην περίπτωση που αυτή λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη και μέχρι τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής. Εφόσον με την αγωγή ζητείται η σε χρήμα απόδοση της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου στο μέτρο που αυτή επήλθε με τη συμβολή του δικαιούχου και από τις αποδείξεις προκύψει ότι το περιουσιακό στοιχείο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε ο ενάγων έχει εκποιηθεί και το τίμημα που εισπράχθηκε βρισκόταν στην κατοχή του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας, το τίμημα υποκαθίσταται στη θέση του περιουσιακού στοιχείου που εκποιήθηκε και συνυπολογίζεται για την εξεύρεση του χρηματικού ποσού στο οποίο ανέρχεται η συμβολή του δικαιούχου (ΑΠ 1295/2017, 1445/2012). Κρίθηκε, για παράδειγμα, ότι υποκαθίσταται στην θέση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου το πλειστηρίασμα που έλαβε εις χείρας του ο υπόχρεος σύζυγος μετά την ικανοποίηση των αναγγελθέντων στον πλειστηριασμό (του εν λόγω ακινήτου) δανειστών του (ΑΠ 1445/2012).

ΑΥΞΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΣΥΖΥΓΩΝ : Είναι δυνατό όμως κατά τη διάρκεια του γάμου να έχουν αυξηθεί οι περιουσίες και των δύο συζύγων. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, κάθε σύζυγος έχει τη δική του (αυτοτελή) αξίωση κατά του άλλου, με την έννοια ότι γεννιούνται δύο αμοιβαίες αξιώσεις συμμετοχής στα αποκτήματα, για καθεμία από τις οποίες εξετάζονται χωριστά οι προϋποθέσεις και το ύψος της. Οι δύο αμοιβαίες αξιώσεις υπόκεινται σε συμψηφισμό, προτεινόμενο από τον εναγόμενο σύζυγο, εφόσον κατευθύνονται στη χρηματική αξία του ανάλογου ποσοστού περιουσίας. Στην περίπτωση δε αυτή, η προβαλλόμενη σε συμψηφισμό ανταξίωση του εναγομένου συζύγου διέπεται από τους κανόνες του άρθρου 1400 ΑΚ. Συνεπώς από το νόμο δεν προκύπτει η ανάγκη σύγκρισης των αυξήσεων των δύο περιουσιών, ώστε η διαφορά τους να αποτελέσει το αντικείμενο μίας μόνο αξίωσης προς μία κατεύθυνση και συγκεκριμένα κατά του συζύγου με τη μεγαλύτερη αύξηση. Άλλωστε, κάθε αξίωση διατηρεί την αυτοτέλειά της, αφού μπορεί και οι λοιπές προϋποθέσεις (εκτός από την αύξηση της περιουσίας του υποχρέου) να ποικίλλουν λ.χ. να διαφέρει το μέγεθος συμβολής του καθενός στην αύξηση της περιουσίας του άλλου (ΑΠ 1478/2017, 658/2005).

ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ : Έχει κριθεί ότι στο πλαίσιο της δίκης για αποκτήματα γάμου το δικαστήριο δεν έχει τη νομική δυνατότητα να διατάξει είτε τον διάδικο είτε την τράπεζα να καταθέσουν και προσκομίσουν στοιχεία για τραπεζικές καταθέσεις του ετέρου διαδίκου, εξαιτίας του καθιερούμενου από το άρθρο 1 του ν.δ. 1059/1971, όπως ισχύει, απορρήτου των καταθέσεων, που διασφαλίζεται από πλέγμα συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 2 παρ. 1, 5 § 1, 9 παρ. 1 ισχύοντος Συντάγματος) και με βάση το οποίο εισάγεται επιτρεπτός περιορισμός του δικαιώματος αποδείξεως για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, στα πλαίσια της πολιτικής δίκης (ιδίως αν δεν γίνεται επίκληση περιστατικών, στοιχειοθετούντων κάποια από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις άρσεως του τραπεζικού απορρήτου) (ΑΠ 808/2015).

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ – ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1/3 : Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη και με παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα,

ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την (κατά άλλη διατύπωση, είναι περισσότερες από αυτές, που επιβάλλει η), κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του (ΑΠ 287/2011, 625/2011).

Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμηση τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 492/2017, 43/2015, 1280/2014), πλην, όμως, δεν είναι αναγκαίο σε κάθε περίπτωση να προσδιορίζεται το ποσοστό επί της αξίας των αποκτημάτων του υπόχρεου (ΑΠ 3/2003, ΑΠ 252/2002) ή σε σχέση με καθένα από τα αποκτήματα αυτά χωριστά (ΑΠ 193/2010). Για το νόμιμο και ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται η αναφορά του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ή του ύψους της εισφοράς αμφοτέρων των συζύγων ούτε του ύψους της συνεισφοράς της συζύγου, στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ, αλλά αρκεί η αναφορά του ύψους της συνεισφοράς της πέραν αυτής στην οποία υποχρεούται κατ` άρθρο 1389 ΑΚ. Αντίθετα, το παθητικό που πρέπει να αφαιρεθεί για να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, αποτελεί στοιχείο ένστασης (ΑΠ 492/2017, 43/2015, 1511/2005).

Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από την χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη τnς οικογένειας (ΑΠ 164/2010).

Ωστόσο, σε περίπτωση απευθείας διάθεσης ορισμένου χρηματικού κεφαλαίου για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, για το, κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, ορισμένο της αγωγής αρκεί η μνεία του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, χωρίς να απαιτείται προς τούτο να προσδιορισθεί το μέγεθος της νόμιμης υποχρεώσεώς του συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, δεδομένου ότι η διάθεση χρηματικού κεφαλαίου για την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου δεν εμπίπτει στο πραγματικό των άρθρων 1389, 1390 ΑΚ και με την έννοια αυτή δεν περιλαμβάνεται στις οικογενειακές ανάγκες και την επιβαλλόμενη υποχρέωση από κοινού συνεισφοράς στην αντιμετώπισή τους (ΑΠ 336/10).

Κατά συνέπεια, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του δεν μπόρεσε να αποδείξει με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, τότε η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο προς το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου) (ΑΠ 1295/2017).

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ : Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου (ΑΠ 492/2017). Συναφώς έχει κριθεί ότι η αγωγή, με την οποία ασκείται αξίωση απ’ την προμνησθείσα διάταξη του Αστικού Κώδικος περί συμμετοχής στα αποκτήματα, πρέπει, όταν στηρίζεται σε λύση του γάμου, να περιέχει, για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, και σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά νόμο οδηγούν στην αμετάκλητη λύση του γάμου, ήτοι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, τον αριθμό της απόφασης και τον τρόπο με τον οποίο αυτή έγινε αμετάκλητη (ΑΠ 1030/1993).

ΕΝΝΟΙΑ ΝΟΜΙΜΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ 1/3 : Η αντίστοιχη αγωγική αξίωση είναι δυνατόν να στηρίζεται είτε κυρίως, είτε και επικουρικώς σε σχέση με τις αξιώσεις από την παρ. 1 του άρθρου 1400 ΑΚ και στην τεκμαρτή συμβολή από την παρ. 1 εδ. β’ του άρθρου 1400 ΑΚ, δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο, οπότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνον ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγομένου και την τελική κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή την άσκηση της αγωγής επί τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την σε χρήμα αξία αμφοτέρων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική.

Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ` εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου (ΑΠ 492/2017, 318/2014, 76/1997), διότι το τεκμήριο του ως άνω άρθρου, το οποίο είναι μαχητό, καλύπτει όχι μόνο το ποσοστό της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας αλλά και την ίδια τη συμβολή του (ΑΠ 792/2002).

Με άλλα λόγια, αν η αγωγή στηρίζεται στον πραγματικό υπολογισμό και αποδεικνύονται όλα τα θεμελιωτικά της αγωγής στοιχεία, εκτός από το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής, που επικαλείται ο δικαιούχος, το δικαστήριο υποχρεούται αυτεπάγγελτα να προκρίνει τον τεκμαρτό υπολογισμό και να καταδικάσει στην τεκμαιρόμενη επαύξηση, καθόσον δεν πρόκειται για άλλη βάση της αγωγής (ΑΠ 580/2015, 781/2013, 1478/2013).

Το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδάφ. β’ του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης (της περιουσίας του δικαιούχου), εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ’ ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλ’ απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος (ΑΠ 580/2013).

ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΔΙΚΗ : Έχει κριθεί ότι η τελεσίδικη απόφαση, που εκδόθηκε μεταξύ των διαδίκων σε δίκη διατροφής, δεν αποτελεί δεδικασμένο που να εμποδίζει, κατ’ άρθρο 321 επ. ΚΠολΔ, την έρευνα των πραγματικών περιστατικών, που ανάγονται στη συμβολή του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου, στη δίκη για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα κατά τη διάρκεια του γάμου τους (ΑΠ 481/2004).

 

ΑΜΥΝΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ : Ο εναγόμενος δε ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου φέρεται η περιουσία ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα,

θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο φερόμενος δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν.

Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (ΑΠ 492/2017, 1899/2014, 1223/2007, 546/2009).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ : Η αξίωση συμμετοχής του ενός συζύγου στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί από τον άλλο κατά τη διάρκεια του γάμου (αποκτήματα) γεννιέται όταν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή όταν συμπληρωθεί τριετής διάσταση των συζύγων.

Η αξίωση αυτή παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου.

Στην περίπτωση της τριετούς διαστάσεως, η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που η αξίωση γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΚ 251), δηλαδή, από τη συμπλήρωση τριετίας στη διάσταση των συζύγων. Εφόσον, όμως, υφίσταται και διαρκεί ο γάμος, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τη λύση ή την ακύρωση αυτού (ΑΚ 256 αρ. 1, 1381,1438, βλ. ΑΠ 43/2015, 1372/2000, 1502/2009). Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής (ΑΚ 257). Μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, ο χρόνος αυτής τρέχει εκ νέου και για να συμπληρωθεί πρέπει να περάσουν δύο χρόνια από το αμετάκλητο της σχετικής απόφασης (ΑΠ 43/2015).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ, κατά την οποία “κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς [στους οποίους περιλαμβάνεται και η απόρριψη λόγω αοριστίας]. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγουμένη αγωγή” προκύπτει ότι, για να επέλθει η οριζομένη από το εδάφιο β της παραπάνω διάταξης συνέπεια απαιτείται αφενός ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας μεταξύ των δύο αγωγών (ΑΠ 43/2015, 1372/2000, ΟλΑΠ 110/67) και αφετέρου μη συμπλήρωση (θεραπεία), με τη δεύτερη αγωγή, της δικονομικής ελλείψεως (αοριστίας) από την οποία κρίθηκε τελεσιδίκως ότι έπασχε η, για το λόγο αυτό, απορριφθείσα πρώτη αγωγή (ΑΠ 43/2015).

Έχει κριθεί οτι υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης αγωγής όταν : α) γίνεται αναφορά στη δεύτερη αγωγή περιουσιακών στοιχείων που είχε ο εναγόμενος προ του γάμου και τα οποία δεν αναφέρονταν στην πρώτη αγωγή αλλά και δεν φέρονται ως “αποκτήματα” στη δεύτερη, διότι η αναφορά αυτή είναι νομικώς αδιάφορη, αφού η δίκη που ανοίγεται με βάση την εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αγωγή έχει (μοναδικό) αντικείμενο την συμμετοχή ή μη του ενάγοντος στα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο εναγόμενος μετά τον γάμο και δεν είναι νομικώς σημαντική αυτή καθ’ εαυτήν η προ του γάμου περιουσιακή αυτού κατάσταση (ΑΠ 215/2011, 1673/2011, 1912/2009) (β) στην δεύτερη αγωγή υπολογίζεται η οικονομική αξία της συμβολής της ενάγουσας στα αποκτήματα του εναγομένου σε μικρότερο ποσό (και ποσοστό) έναντι της πρώτης αγωγής, διότι συνιστά απλά ποσοτικό περιορισμό, πράγμα που θα μπορούσε να γίνει ακόμη και με τις προτάσεις στα πλαίσια μιας και μόνης δίκης (ΑΠ 215/2011, 1673/2011).