Η αγωγή διαζυγίου λόγω διετούς διάστασης (1439 παρ.3 ΑΚ)
μέσα από τη νομολογία του Αρείου Πάγου
Στο άρθρο 1439 παρ. 3 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 3719/2008, ορίζεται ότι: “Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου της διάστασης υπολογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων”.
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ : Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία προστατεύει την οικογένεια, ως θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του έθνους και τον θεσμό του γάμου, αλλά δεν αποσκοπεί στην προστασία και διατήρηση γάμων που έχουν οριστικά απολέσει το ουσιαστικό περιεχόμενό τους με την πλήρη φυσική και ψυχοσυναισθηματική αποξένωση των συζύγων και δεν είναι πλέον επιθυμητοί σ’ αυτούς. Εξάλλου, η θεσμική δέσμευση του συζύγου, να παραμείνει σε έναν εντελώς τυπικό και ουσιαστικά νεκρό γάμο μετά από συνεχή διάσταση δύο τουλάχιστον ετών και η στέρηση από αυτόν του δικαιώματος να ζητήσει τη λύση του, θα προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, στην οποία εμπίπτει και η ελευθερία σύναψης νέου γάμου με άλλον σύζυγο και δημιουργίας ουσιαστικού και ενεργού οικογενειακού βίου, τηρώντας την κείμενη νομοθεσία (ΑΠ 779/2014).
ΕΝΝΟΙΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ : Ως διάσταση νοείται εκείνη κατά την οποίαν οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ανεξάρτητα από το εάν η απομάκρυνση αυτή, ως πραγματικό γεγονός, είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ενός από τους συζύγους ή και των δύο και ανεξάρτητα από το εάν διαμένουν στην ίδια κατοικία αλλά υπό καθεστώς χωρισμού από τραπέζης και κοίτης. Η υποκειμενική πρόθεση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης (ψυχικό στοιχείο), που δεν αφορά υποχρεωτικά τον ενάγοντα ή μπορεί να αφορά και τους δύο, δεν αρκεί να αποτελεί ενδόμυχη διάθεση ή επιθυμία, αλλά πρέπει να εκδηλώνεται και εξωτερικά (ΑΠ 1350/2017). Συνήθως η διάσταση συνοδεύεται και από την διακοπή του να κατοικούν ή διαμένουν οι σύζυγοι στην ίδια οικία (ΑΠ 242/2015). Ωστόσο, είναι νοητή αυτή (διάσταση), έστω και αν συνεχίζουν εκείνοι να κατοικούν ή να διαμένουν στην ίδια οικία, σε διαφορετικούς βέβαια χώρους της (συνοίκηση υπό ευρεία έννοια), οπότε φαινομενικά μεν προκύπτει έγγαμη συμβίωση, στην ουσία όμως έχει διακοπεί η συμβίωση αυτή (ΟλΑΠ 20/1990, ΑΠ 1256/2010, 1393/2000).
Με το ανωτέρω περιεχόμενο της διάστασης, ο νόμος, για να διευκολύνει την προσπάθεια αποκατάστασης των συζυγικών σχέσεων, δεν θεωρεί ότι παρεμποδίζουν τη συμπλήρωση του χρόνου οι μικρές διακοπές της διάστασης ,που γίνονται προς επίτευξη της αποκατάστασης, παρά το ότι, στην περίπτωση αυτή, ελλείπει η πρόθεση διακοπής της συμβίωσης, ενώ κατά μείζονα λόγο δεν ελλείπει η διάσταση, όταν παρεμβάλλονται μικρές διακοπές εξ άλλων λόγων, που δεν αναιρούν την σταθερή εξακολουθητικά υπάρχουσα πρόθεση διάσπασης του συζυγικού δεσμού (ΑΠ 1350/2017).
Η διάσταση δεν αναιρείται από τυχόν επισκέψεις της οικογενειακής στέγης και από μέρους του απομακρυθέντος από αυτή συζύγου, προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για προβλήματα που απασχολούν τη σύζυγο και τα τέκνα που διαμένουν με αυτή εάν δεν αναιρείται η σταθερή πρόθεση διάστασης του συζυγικού δεσμού, και εξακολουθεί να υπάρχει από της πλευράς τουλάχιστον του ενός συζύγου (ΑΠ 590/2013, 516/2000, 242/1996).
Έτσι κρίθηκε ότι το χρονικό διάστημα έξι μηνών, κατά το οποίο οι διάδικοι έκαναν προσπάθεια επαναπροσέγγισης, η οποία όμως απέτυχε, συνυπολογίζεται στον υπόλοιπο χρόνο της διαστάσεώς τους, αφού τελικώς απέτυχε η προσπάθειά τους για επανασυμβίωση και έκτοτε συνεχίζουν να ζουν χωριστά (ΑΠ 2105/2009). Επίσης κρίθηκε ότι από μόνο το γεγονός ότι οι σε χωριστές οικίες διαμένοντες διάδικοι υπέβαλλαν επί πολλά έτη κοινή δήλωση φόρου εισοδήματος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. δεν αποδεικνύεται πρόθεσή τους να έχουν κοινωνία βίου (ΑΠ 188/2001).
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΙΕΤΙΑΣ : Η διετής διάσταση υπολογίζεται αναδρομικά όχι από το χρόνο που είχε προσδιορισθεί αρχικά να συζητηθεί η αγωγή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά από το χρόνο της μετ’ αναβολή πρώτης στο ακροατήριο κατ’ ουσίαν συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 590/2013).
ΕΝΝΟΜΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΙΕΤΟΥΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ (“ΑΥΤΟΜΑΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ”): Αν αποδειχθεί διετής διάσταση των συζύγων, τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων των συζύγων και το δικαστήριο χωρεί, μετά και τη διαπίστωση της πρόθεσης για διάσταση, στη λύση του γάμου (ΑΠ 1350/2017). Η διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 περ. α’ Α.Κ. δεν ρυθμίζει απλώς το βάρος της απόδειξης του θεσπιζόμενου στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου λόγου διαζυγίου, αλλά αποτελεί γνήσιο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με τον οποίο καθιερώνεται αυτοτελής και απόλυτος λόγος διαζυγίου, δηλονότι ισχυρός κλονισμός του γάμου ανεξαρτήτως του ποίον εκ των διαδίκων ο κλονισμός αφορά και αντιθέτως προς τον θεσπιζόμενο με τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 και 2 Α.Κ. λόγο διαζυγίου, του ισχυρού δηλονότι κλονισμού της έγγαμης σχέσης από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δυο συζύγων.
Επί αγωγής, άρα, διαζυγίου στηριζόμενης στο τεκμήριο του ισχυρού κλονισμού του γάμου από την τετραετή (διετή, πλέον) διάσταση, καλύπτεται από το τεκμήριο και η έννοια του αφορήτου εφεξής της έγγαμης συμβιώσεως για τον ενάγοντα ως στοιχείου της βάσεως της αγωγής (ΑΠ 757/2002).
ΑΜΥΝΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ : Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν έχει συμπληρωθεί η διετής διάσταση, διότι αυτή άρχισε σε χρόνο μεταγενέστερο του επικαλούμενου με την αγωγή, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και όχι ένσταση (ΑΠ 915/2018, 1350/2017, 1068/2014, 55/2013).
Η ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ μπορεί να προβληθεί και προς απόκρουση αγωγής διαζυγίου για αντικειμενικά ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης των συζύγων μετά από συνεχή διάσταση αυτών επί δύο τουλάχιστον έτη. Για τη θεμελίωση, όμως, της ένστασης αυτής, πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεστεί και να αποδείξει ιδιαίτερα σοβαρά και ασυνήθη πραγματικά περιστατικά συναπτόμενα και συνδεόμενα αιτιωδώς με τη λύση του γάμου, δηλαδή συνέπειες οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τις επερχόμενες, ως σύμφυτες και αναμενόμενες, από καθαυτό το γεγονός της λύσης του γάμου και οι οποίες διαμορφώνουν έκτακτες και αφόρητα σκληρές περιστάσεις για τον εναγόμενο ή/και τα τέκνα των διαδίκων, ώστε το συμφέρον διατήρησης του γάμου να παρίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση ως προδήλως αξιότερο προστασίας από το αντίθετο συμφέρον του ενάγοντος για τη λύση αυτού (ΑΠ 779/2014). Δεν αρκούν οι οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις του διαζυγίου σε βάρος των συζύγων ή των τέκνων τους, που άλλωστε επέρχονται από τη φύση του διαζυγίου αυτή καθ’ αυτή, αλλά απαιτείται οι επιπτώσεις αυτές να εκφεύγουν των συνήθων και αυτονόητων και να οδηγούν, από τον εξαιρετικό χαρακτήρα και τη σοβαρότητά τους, στην δημιουργία καταστάσεως προφανώς υπέρμετρα σκληρής για τον εναγόμενο σύζυγο ή τα τέκνα των διαδίκων, ώστε να επιβάλλεται για την αποτροπή τους η διατήρηση του γάμου (ΑΠ 1138/2012, 1243/2011, 47/2009, 1572/2009, 49/2007).
Κρίθηκε ότι δεν αποτελούν τέτοια γεγονότα το ότι ο εναγόμενος σύζυγος είναι ετοιμοθάνατος, γιατί πάσχει από σοβαρότατη και ανίατη μορφή καρκίνου και ταυτόχρονα κινδυνεύει να τυφλωθεί, ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων έχει και αυτό κλονισμένη υγεία και αν μάθει για την έκδοση διαζυγίου θα αισθανθεί αφόρητο ψυχικό πόνο, ότι ο ενάγων δεν θα έχει καμία απολύτως ωφέλεια από τη λύση του γάμου τους και δηλώνει στους συγγενείς και φίλους ότι δεν επιθυμεί το διαζύγιο (ΑΠ 779/2009), ότι ο ενάγων σύζυγος συνήπτε εξωσυζυγικές σχέσεις και σπαταλούσε χρήματα προερχόμενα και από εργασία της εναγομένης, ότι η εναγόμενη είναι 70 ετών, ότι επιδεινώθηκε η κλονισμένη υγεία της από τη λύση του γάμου, ότι είναι άπορη, χωρίς εισόδημα ή περιουσία, και θα στερηθεί σύνταξης και ασφαλιστικής κάλυψης (ΑΠ 869/2008).
ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ – ΕΝΝΟΜΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ : Επί διετούς διάστασης, για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός. Αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Οι αιτιολογίες της απόφασης δεν έχουν στοιχεία διατακτικού και δεν παράγουν δεδικασμένο για τα ζητήματα της υπαιτιότητας, ούτε για τα πραγματικά περιστατικά των λόγων διαζυγίου (ΑΠ 154/2019, 315/2018, 1731/2017, 1314/2015, 576/2014).
Στη δίκη διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ (ΑΠ 576/2014).
Στη δίκη διαζυγίου με βάση τον τεκμαιρόμενο ισχυρό κλονισμό λόγω του ότι οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, αν δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο σύζυγο η συνεχής διάσταση από διετία, δεν δικαιολογείται έννομο συμφέρον του τελευταίου για την άσκηση έφεσης προς μεταρρύθμιση των αιτιολογιών της απόφασης ως προς τον ακριβή χρόνο έναρξης της διετούς διάστασης, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν ιδρύεται δεδικασμένο για το ζήτημα του χρόνου έναρξης της διάστασης σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ (ΑΠ 154/2019).
ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑ : Δεν δημιουργείται εκκρεμοδικία για την αγωγή, με την οποία ζητείται η λύση του γάμου με βάση την διετή διάσταση, που προβλέπεται από την παρ. 3 του ίδιου άρθρου 1439 ΑΚ, λόγω προγενέστερης αγωγής, με την οποία ζητείτο η λύση του γάμου με επίκληση περιστατικών, που συνιστούν λόγο διαζυγίου κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 ΑΚ (ισχυρός κλονισμός από λόγο που αφορά το πρόσωπο της εναγομένης), γιατί κάθε μία από τις αγωγές αυτές έχει διαφορετική ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 1145/2008, 1279/1989).
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ : Για την πληρότητα της αγωγής διαζυγίου λόγω τετραετούς (διετούς, πλέον) διαστάσεως των συζύγων αρκεί να αναφέρεται σ’ αυτή ότι οι διάδικοι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση, η οποία διήρκησε συναπτώς επί μία τετραετία (διετία, πλέον), υπολογιζόμενη αναδρομικώς από το χρόνο της πρώτης συζητήσεως. Άλλη περαιτέρω εξειδίκευση του νομικού όρου “διάσταση” δεν είναι απαραίτητη και συγκεκριμένα η ειδική αναφορά του ψυχικού στοιχείου, ότι δηλαδή υφίσταται βούληση των διϊσταμένων συζύγων να αποστούν της έννομης σχέσης, αφού υπό το όρο αυτό (διάσταση) νοείται τόσο η φυσική όσο και η ψυχική αποξένωση των συζύγων με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ούτε είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην αγωγή ότι συνεπεία της διαστάσεως κλονίσθηκε τόσο ισχυρώς η έγγαμη σχέση, ώστε αυτή κατέστη αφόρητη, αφού επί τετραετούς διαστάσεως ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, που συνιστά λόγο διαζυγίου, τεκμαίρεται αμαχήτως. Επομένως για το ορισμένο της αγωγής διαζυγίου που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ δεν είναι αναγκαία η επίκληση ότι επήλθε τόσο ισχυρός κλονισμός στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις, ώστε βάσιμος η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να γίνει αφόρητη για τον ενάγοντα, ούτε ειδική αναφορά της βούλησης των διϊστάμενων συζύγων να αποστούν της έγγαμης συμβίωσης (ΑΠ 1448/2008, 1668/2003, 1162/2004, 813/2004).