Με την 1081/2017 απόφαση του Α2 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου κρίθηκε (για ακόμη μια φορά) το ζήτημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ του κοινού τραπεζικού λογαριασμού και των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων περί νόμιμης μοίρας.
Στην απόφαση αυτή γίνονται πολύ ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις του υπό κρίση θέματος, σύμφωνα με τις οποίες οι νόμιμοι μεριδούχοι έχουν (υπό προϋποθέσεις) το δικαίωμα να διεκδικήσουν από τον επιζώντα συνδικαιούχο του κοινού τραπεζικού λογαριασμού το μέρος της χρηματικής ή άλλης τραπεζικής κατάθεσης, που περιήλθε εξ ολοκλήρου σε αυτόν και στην οποία (τραπεζική κατάθεση) ήταν συνδικαιούχος ο αποβιώσας κληρονομούμενος, κατά το ποσοστό που προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα τους.
Κατωτέρω παρατίθεται απόσπασμα της απόφασης αυτής κατά τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία του σκεπτικού του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου :
[…]
“Επειδή, με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 1 ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α’ ν.δ. 118/1973, ορίζονται τα εξής: “1. Χρηματική κατάθεσις παρά τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν, επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compte Joint, Jointaccount) είναι εν τη έννοια του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνη χρήσιν εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε εις, είτε τινές και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι (άρθρο 1 παρ.1 ). Η χρηματική κατάθεσις περί ής η προηγουμένη παράγραφος επιτρέπεται να ενεργείται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν” (άρθρο 1 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1923, 411, 489, 490, 491 και 493 Α.Κ. συνάγονται τα εξής :
Σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων ή στο όνομα του καταθέτη και τρίτων, και ανεξαρτήτως αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους του λογαριασμού ή σε μερικούς ή έναν από αυτούς, παράγεται μεταξύ ενός εκάστου δικαιούχου του λογαριασμού και της τράπεζας (δέκτη της καταθέσεως) ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη ολόκληρου του ποσού της καταθέσεως ή μέρους αυτής από κάθε δικαιούχο του λογαριασμού να γίνεται στο όνομά του και όχι ως αντιπροσώπου των λοιπών, η δε καταβολή του ποσού των χρημάτων της καταθέσεως σε έναν από τους δικαιούχους επιφέρει απόσβεση της απαιτήσεως έναντι του δέκτη (τράπεζας) και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες δικαιούχους, οι οποίοι όμως αποκτούν απαίτηση έναντι του αναλαβόντος για την καταβολή είτε ολοκλήρου του ποσού της καταθέσεως, είτε τμήματος αυτής που προκύπτει από την μεταξύ τους σχέση.
Εξάλλου, εκείνος από τους δικαιούχους, που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως, καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος του άλλου δικαιούχου, διότι τα χρήματα δεν είναι ξένα σε σχέση προς αυτόν που τα απέσυρε. Ο άλλος δικαιούχος ενοχική μόνον έχει αξίωση κατ’ αυτού που ανέλαβε τα χρήματα, για την επιστροφή τους, ανάλογα με τη συμφωνία που έχουν συνάψει μεταξύ τους οι καταθέτες, σε περίπτωση δε ελλείψεως τοιαύτης συμφωνίας, του ημίσεος των χρημάτων (Α.Π. 380/2006, 1691/2014).
Τέλος, με τη σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, συνάπτεται μεταβίβαση της κυριότητος των χρημάτων στην τράπεζα (re) και χορηγείται συγχρόνως πληρεξουσιότητα προς αυτήν να αποδώσει τα κατατεθέντα στον δικαιούχο. Συνέπεια τούτων είναι, ότι μετά την κατάθεση, αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτου και καταθέσεως, δικαιούχος της οποίας καθίσταται ο υπέρ ου αύτη έγινε, η δε τράπεζα, αφότου, δια της παραδόσεως, κατέστη κυρία των χρημάτων, έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο, όταν της ζητηθεί, ο δε τρίτος καθίσταται κύριος των κατατεθέντων χρημάτων, αμέσως μετά την κατάθεσή τους, και δεν επηρεάζεται από τον μεταγενέστερο θάνατο του καταθέτη (Α.Π. 432/1990, 467/1990, 1691/2014).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 5638/1932, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α’ του ν.δ. 118/1973, ορίζεται αντιστοίχως ότι “επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως, η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου.” και ότι “Διάθεσις της καταθέσεως δια πράξεως εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων…ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως”.
Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη των οποίων αναφέρεται στις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της Τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση, και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και προς τις προηγούμενες, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας δεν μπορούν να στραφούν αυτοί επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της καταθέσεως που αναλογεί στο δικαιοπάροχο τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών.
Εάν όμως έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, τότε σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως, εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο λογαριασμός εξ αυτής στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της καταθέσεως που αναλογούσε σ’ εκείνον, όπως θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια. Και αν όμως δεν έχει τεθεί ο άνω όρος, οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται ως προς την κατάθεση στην έναντι της Τράπεζας θέση του κληρονομηθέντος, και επομένως η ανάληψη του ποσού αυτού από τον επιζώντα καταθέτη, και στην περίπτωση που αυτός είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος γίνεται έναντι της Τράπεζας ιδίω ονόματι και όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου (Α.Π. 1691/2014, 380/2006).
Για να εξισορροπηθούν οι ανωτέρω εξαιρετικά ευνοϊκές διατάξεις υπέρ των καταθετών κοινού λογαριασμού και αντιστοίχως οι αυστηρές ρυθμίσεις του σε βάρος των αναγκαίων κληρονόμων, για τους οποίους οι σχετικές διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου (αρθρ. 1825 επ. του Α.Κ.), εισήχθη με τον Αστικό Κώδικα η διάταξη του άρθρου 117 του ΕισΝΑΚ, κατά την οποία, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό του ν. 5638/1932 συντελέσθηκε δωρεά, αυτή κρίνεται σε σχέση με το δίκαιο της “νόμιμης μοίρας” ως δωρεά, προκειμένου για καταθέτη που απεβίωσε μετά την εισαγωγή του Α.Κ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, για να εξευρεθεί κατά ποιο τρόπο θα προστατευθούν έναντι της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό οι νόμιμοι μεριδούχοι του αποβιώσαντος συγκαταθέτου, είναι απαραίτητο να προσδιορισθεί η νομική φύση της πραγματοποιουμένης, με την κοινή χρηματική κατάθεση, επιδόσεως υπέρ του συγκαταθέτου της. Έτσι, όταν κατατίθεται χρηματικό ποσό από χαριστική αιτία σε κοινό λογαριασμό προκειμένου να επωφεληθεί ο συγκαταθέτης του ενεργητικού υπολοίπου της καταθέσεως ακόμη και όταν προϋπόθεση της περιελεύσεως της ωφελείας είναι ο θάνατος του παρέχοντος και η επιβίωση του λήπτη, θα μπορεί να γίνει λόγος για κληροδοσία (αρθρ. 1714 Α.Κ.), μόνον εφόσον θα έχει συνταχθεί νομοτύπως διαθήκη του παρέχοντος. Διαφορετικά, όπως συμβαίνει συνήθως, θα πρόκειται περί δωρεάς.
Η εν λόγω δωρεά θα είναι αιτία θανάτου, αν η συμφωνία των ενδιαφερομένων συγκαταθετών, δηλαδή η εσωτερική τους σχέση, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 2032 Α.Κ., άλλως θα είναι δωρεά εν ζωή. Για να ισχύσει όμως η υπέρ του συγκαταθέτου χαριστική επίδοση ως δωρεά (εν ζωή ή αιτία θανάτου) χρειάζεται και η συνδρομή των λοιπών ουσιαστικών προϋποθέσεων του κύρους των εν λόγω δικαιοπραξιών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 496 επ. και 2032 του Α.Κ., και συγκεκριμένα συμφωνία των συγκαταθετών και συμβολαιογραφικό έγγραφο, την έλλειψη του οποίου αναπληρώνει και στις δύο περιπτώσεις η κατάθεση των χρημάτων στον κοινό λογαριασμό, από όπου τα αποσύρει μετά ο δωρεοδόχος-συγκαταθέτης.
Η διάταξη του αρθρ. 117 ΕισΝΑΚ, αποσκοπώντας στην προστασία των νομίμων μεριδούχων, χρησιμοποιεί τον όρο δωρεά με την έννοια όχι μόνο της δωρεάς εν ζωή (αρθρ. 495 επ. Α.Κ.) αλλά και της δωρεάς αιτία θανάτου (αρθρ. 2032 Α.Κ.). Και τούτο διότι ο νομοθέτης με την ανωτέρω διάταξη θέλησε να προασπίσει τα συμφέροντα των νομίμων μεριδούχων του αποβιώσαντος συνδικαιούχου κοινού λογαριασμού έναντι των λαβόντων δυνάμει δωρεάς, είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου, χωρίς καμιά διάκριση μεταξύ τους. Η διαφορά της δωρεάς εν ζωή από αυτήν αιτία θανάτου έγκειται στο ότι στη μεν πρώτη ο δωρεοδόχος αποκτά αμέσως δικαίωμα στο πράγμα που δωρίζεται, ενώ στη δεύτερη δωρεοδόχος, θα απολαύσει ό,τι του δωρήθηκε, μετά το θάνατο του δωρητού.
Κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της δωρεάς, εκ του οποίου θα κριθεί η έννομη προστασία της νόμιμης μοίρας, αποτελεί η συμπεριφορά του συνδικαιούχου δωρεοδόχου κατά την λειτουργία του κοινού λογαριασμού, εν ζωή του δωρητή. Δηλαδή, αν, ζώντος του τελευταίου, ο δωρεοδόχος-συνδικαιούχος προέβαινε σε αναλήψεις χρηματικών ποσών, θα πρέπει να θεωρηθεί ως δωρεά εν ζωή και κατά συνέπειαν, ο νόμιμος μεριδούχος, μετά τον θάνατο του δωρητού-συνδικαιούχου θα προστατευθεί με βάση τα άρθρα 1831 και 1835 του Α.Κ.. Αν όμως, όσο ζούσε ο δωρητής- συνδικαιούχος, ο δωρεοδόχος δεν προέβη σε ανάληψη, τότε θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υποκρύπτεται ο όρος της προαποβιώσεως του πρώτου και επομένως πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου. Στην περίπτωση αυτή και πάλι η δωρεά θα συμπεριληφθεί στην κληρονομία του αποθανόντος συνδικαιούχου για τον υπολογισμό της νομίμου μοίρας του μεριδούχου ως κληροδοσία (άρθρο 2035 Α.Κ.) και χωρίς να εξετάζεται αν έγινε κατά την τελευταία προ του θανάτου του κληρονομουμένου συνδικαιούχου δεκαετία ή την επέβαλαν ιδιαίτερο ηθικό καθήκον η λόγοι ευπρεπείας.
Οι ανωτέρω διατάξεις “περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν” εφαρμόζονται αναλόγως και επί τίτλων του Δημοσίου με λογιστική μορφή (αΰλων τίτλων) κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 β’ του ν. 2198/1994) καθώς επίσης και επί μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 4 του ανωτέρω ν. 1969/1991 (Α.Π. 35/2006, 1507/2005, 1357/2002).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2035,1825 παρ. 2 και 1829 του Α.Κ. προκύπτει, ότι η δωρεά αιτία θανάτου ως προς το δικαίωμα της νομίμου μοίρας των αναγκαίων κληρονόμων και κατά τον υπολογισμό αυτής λαμβάνεται ως κληροδοσία, τα δε δωρηθέντα αιτία θανάτου θεωρούνται ως υπάρχοντα στην κληρονομιά, δεν προστίθενται πλασματικώς στην πραγματική ομάδα, αλλά υπολογίζονται στο ενεργητικό αυτής κατά το άρθρο 1831 παρ.1 εδ.α’ του Α.Κ..
Επομένως, αν προσβάλλεται το δικαίωμα της νομίμου μοίρας των ως άνω κληρονόμων, η δωρεά είναι αυτοδικαίως άκυρη και δεν χρήζει μέμψεως κατά το ποσοστό που κατ’ αξίαν απαιτείται για την κάλυψη της νομίμου μοίρας. Την ακυρότητα όμως αυτή πρέπει να προτείνει ο ενδιαφερόμενος μεριδούχος, ο οποίος μπορεί να εναγάγει τον δωρεοδόχο, είτε με την περί κλήρου, είτε με τη διεκδικητική αγωγή.
Ειδικώς όμως για τις δωρεές αιτία θανάτου, που συντελέστηκαν με κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, η Τράπεζα διατηρεί αυτοτελές δικαίωμα κυριότητας επί των χρημάτων της καταθέσεως και έναντι αυτής οι αναγκαίοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος δωρητού αποκλείονται από την άσκηση δικαιωμάτων επί της καταθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.5638/1932, που ως ειδικότερο κατισχύει του άρθρου 1825 παρ. 2 Α.Κ.. Ως εκ τούτου οι νόμιμοι μεριδούχοι δεν αποκτούν ευθέως εμπράγματο δικαίωμα επί της καταθέσεως, που θίγει τη νόμιμη μοίρα τους. Άρα, δεν διαθέτουν την περί κλήρου ή τη διεκδικητική αγωγή. Αντ’ αυτών έχουν με βάση τη διάταξη του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ ενοχική μόνο αξίωση κατά του αιτία θανάτου δωρεοδόχου για το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη της νομίμου μοίρας τους ακόμα και αν ο τελευταίος μετά τον θάνατο του δωρητού δεν έχει προβεί σε ανάληψη του υπολοίπου της καταθέσεως.
Για να κριθεί όμως, αν μια αιτία θανάτου δωρεά προσβάλλει ή όχι τη νόμιμη μοίρα, πρέπει προηγουμένως να γίνει ο υπολογισμός αυτής, δηλαδή ο προσδιορισμός της κληρονομικής ομάδας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1831, 1833 και 1834 του Α.Κ. (Α.Π. 511/1982). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1834 του Α.Κ. συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νομίμου μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδος, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα υπάρχοντα στην κληρονομία, κατά τον χρόνο αυτό, περιουσιακά στοιχεία (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου, ως και οι δαπάνες απογραφής, προστίθενται δε ακολούθως σε αυτά και θεωρούνται ως υπάρχουσες στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα), κατά την αξία του χρόνου της πραγματοποιήσεώς τους, οι παροχές των άρθρων 1831 παρ. 2 και 1833 του Α.Κ., που έγιναν από τον κληρονομούμενο, όσο ζούσε, προς τους μεριδούχους ή τρίτους, επί της προσδιοριζομένης δε κατά τον τρόπο αυτόν αυξημένης (πλασματικής) κληρονομικής ομάδας, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου (Α.Π. 474/2010, 560/2008, 511/1982).
Κατά τα ανωτέρω, στις προστιθέμενες στην κληρονομία, κατ’ άρθρο 1831 παρ. 2 Α.Κ., παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους, περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτούς παροχές, έστω και αν έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρεπείας καθώς επίσης και οι δωρεές προς τρίτους, εφόσον αυτές έγιναν κατά την τελευταία προ του θανάτου του κληρονομουμένου δεκαετία και δεν επεβάλλοντο εξ ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος ή εκ λόγων ευπρεπείας (Α.Π. 171/2003, 23/2015). Προκειμένου όμως περί εν ζωή χαριστικών παροχών του κληρονομουμένου, γενομένων πριν από τη ισχύ του ν. 1329/1983, για τον καταλογισμό τους στη νόμιμη μοίρα του νόμιμου μεριδούχου, απαιτείται, με εξαίρεση την προίκα, να έχουν γίνει με τον όρο του καταλογισμού τους, στη νόμιμη μοίρα, σύμφωνα με το άρθρο 1833 παρ. 1 του Α.Κ., όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 26 του ν. 1329/1983 (άρθρο 88 του νόμου αυτού – Α.Π. 1996/2006, 217/2005).
Περαιτέρω, σε περίπτωση που μετά την παροχή και μέχρι τον χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος, κατά το άρθρο 1831 Α.Κ., για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομίας, μεσολάβησε νομισματική έκπτωση ή ουσιώδης υποτίμηση της δραχμής, πρέπει, κατ’ εφαρμογή της καθιερουμένης με το άρθρο 288 Α.Κ. αρχής της καλής πίστεως, η αξία της παροχής κατά το χρόνο πραγματοποιήσεώς της να αναχθεί στο ισάξιό της κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, οπότε και αποτιμάται η κληρονομία, αφού ληφθεί υπόψη η τιμή και η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας σε κυκλοφορούσες δραχμές, τόσο κατά το χρόνο της παροχής, όσο και κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου και γίνει η μεταξύ τους σύγκριση, αλλά και η αύξηση του τιμαρίθμου που επήλθε στο μεταξύ . Για το σκοπό αυτό η αξία της παροχής σε δραχμές, που κυκλοφορούσαν κατά τον χρόνο της συστάσεώς της, πρέπει να αναχθεί σε χρυσές λίρες Αγγλίας, με την τιμή τους στον ίδιο χρόνο, έπειτα δε να καθοριστεί η σχέση της αγοραστικής αξίας της χρυσής λίρας του χρόνου αυτού προς την αγοραστική αξία της χρυσής λίρας του χρόνου του θανάτου του κληρονομούμενου και αφού βρεθεί έτσι το αντίστοιχο ποσό χρυσών λιρών του τελευταίου αυτού χρόνου, να μετατραπεί αυτό σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) με την τιμή της χρυσής λίρας κατά τον χρόνο επίσης του θανάτου του κληρονομουμένου (Α.Π. 854/2007, 1233/2009 , 502/2014).”