ΑΜΟΙΒΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΠΡΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗ – ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

355/2020

Με την υπόψη απόφαση κρίθηκε το ενδιαφέρον ζήτημα εάν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013 (Νέος Κώδικας Δικηγόρων), που προβλέπει ότι η αμοιβή του δικηγόρου για την σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο.

Συγκεκριμένα, στην υπόψη περίπτωση η νικήσασα δίαδικος (επιτάσσουσα) επέταξε έκαστο εκ των ηττηθέντων διαδίκων (καθ’ων η επιταγή) να της καταβάλει για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση το ποσό των 18.333,33 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό της επιδικασθείσας υπέρα αυτής δικαστικής δαπάνης με την υπ` αριθμ. ……….. απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ήτοι συνολικά το ποσό των 54.999,99 ευρώ για τη σύνταξη τριών πανομοιότυπων επιταγών. Οι καθ’ ων άσκησαν ανακοπή κατά της επιταγής και ζήτησαν την ακύρωση αυτής.

Το δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω διάταξη του Νέου Κώδικα Δικηγόρων αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ακύρωσε εν μέρει την προσβληθείσα με ανακοπή επιταγή του επισπεύδοντος ως προς την αμοιβή του δικηγόρου, την οποία προσδιόρισε στο ποσό των 80 ευρώ, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 58 παρ. 3 του ν. 4194/2013 σε συνδυασμό με το Παράρτημα Ι περιπτ. ΣΤ αυτού (χρονοχρέωση : 80€/ώρα).

Παρατίθενται αποσπάσματα από το σκεπτικό της απόφασης :

[…]

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) «Αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση. 1. Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Η ratio της ρύθμισης αυτής δεν εκφράζεται μεν πανηγυρικά στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4194/2013, έχει όμως ήδη εντοπισθεί τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία στη «βούληση του νομοθέτη να λειτουργήσει αυτή η διάταξη ως κίνητρο προς τον οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας και να, αποφύγει την καταβολή σημαντικών ποσών ως αμοιβή της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση». Υπό τα πρίσμα των ανωτέρω υποστηρίζεται, ότι «η αύξηση της νόμιμης δικηγορικής αμοιβής για τη σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή αποβλέπει στην πάταξη της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, της παρέλκυσης των δικών και της στρεψόδικης μη συμμόρφωσης προς τα επιτασσόμενα από τις δικαστικές αποφάσεις».

[…]

Η ως άνω διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013, στο μέτρο που με αυτήν επιδιώκεται η ενθάρρυνση του οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον η θέσπιση υψηλής ελάχιστης νόμιμης δικηγορικής αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου σκοπού, καθ` όσον η αυξημένη δικηγορική αμοιβή δεν «επιβαρύνει» (κατά την έννοια των άρθρων 932, 975 ΚΠολΔ) εν τέλει μόνον το δύστροπο καθ` ου η εκτέλεση, αλλά ακόμη και εκείνον που είτε είχε την πρόθεση να συμμορφωθεί προς την εκτελεστή δικαστική απόφαση, χωρίς την άσκηση ένδικων βοηθημάτων, αλλά δεν πρόλαβε, για οποιοδήποτε λόγο, να ικανοποιήσει το δανειστή πριν την επίδοση της επιταγής, είτε αδυνατεί για αντικειμενικούς λόγους (π.χ. οικονομική αδυναμία ή πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια) να συμμορφωθεί.

Επίσης, η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 v. 4194/2013 δεν τελεί σε εσωτερική αλληλουχία και συνάφεια προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, καθώς η «βλάβη» του καθ` ου η εκτέλεση, δηλαδή η οικονομική του επιβάρυνση, ως μέτρο αποθάρρυνσης της μη άμεσης συμμόρφωσής του προς τη δικαστική απόφαση, συνδέεται και καταλήγει να είναι «ωφέλεια», κρινόμενη κατά περίπτωση πάντα, του πληρεξουσίου δικηγόρου του επισπεύδοντος με τη θέσπιση δικαιώματος λήψης υπέρμετρα δυσανάλογης αμοιβής για την περίπτωση σύνταξης μιας εντελώς τυπικής επιταγής προς πληρωμή, που είναι ολιγόλεπτη και δεν απαιτεί ιδιαίτερη επιστημονική εργασία και πνευματική καταπόνηση.

Τούτο δε ερευνητέο εξ αντιδιαστολής της ρυθμίσεως του άρθρου 58 αρ. 5, στο οποίο γίνεται πρόβλεψη για αυτεπάγγελτη αύξηση της δικηγορικής αμοιβής από το Δικαστήριο α) ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς και β) σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί ως υπέρογκο, περίπτωση στην οποία δύναται αυτεπάγγελτα να προσδιορίσει την νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, είτε κατά την εκτίμησή του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματός της, αποσκοπώντας η εν λόγω διάταξη να καταστήσει την αμοιβή ανάλογη των προαναφερθέντων στοιχείων και ο απασχοληθείς δικηγόρος να μην υποστεί βλάβη με την απόληψη μιας αμοιβής που υπολείπεται των προσόντων, του χρόνου απασχόλησης κ.λπ. παραγόντων, ως προαναφέρθηκαν (ορ. και ΜΠρΑθ 344/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

[…]

Ειδικότερα, ως προς την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της για τη σύνταξη της επιταγής, αυτή ήταν ισόποση της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013. Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013 αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. Ι και ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσης, το επιτασσόμενο ποσό των 18.333,33 ευρώ ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ` ης για τη σύνταξη της από 25/9/2019 επιταγής, η οποία είναι μια τετριμμένη, τυπική και συνοπτική επιταγή, η οποία δεν απαιτεί παρά μόνο την ολιγόλεπτη απασχόληση του δικηγόρου της για τη σύνταξή της και την εκτύπωση αυτής εις τριπλούν (μία πανομοιότυπου περιεχομένου για έκαστο ανακόπτοντα) χωρίς καμία επιστημονική δυσχέρεια και πνευματική καταπόνηση, είναι άκρως δυσανάλογο προς την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης και του χρόνου που απαιτήθηκε, ενώ η θέσπιση μιας τόσο υψηλής ελάχιστης νόμιμης δικηγορικής αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ως προς το δύστροπο οφειλέτη, αφού επιβαρύνει αδικαιολόγητα και εκείνον που είχε την πρόθεση να συμμορφωθεί προς την εκτελεστή δικαστική απόφαση, χωρίς την άσκηση ένδικων βοηθημάτων, αλλά δεν πρόλαβε, για οποιοδήποτε λόγο, να ικανοποιήσει το δανειστή πριν την επίδοση της επιταγής, όπως εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες έσπευσαν να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης στις 7/110/2019 (η επιταγή επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 30/9/2019). Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη επιταγή πρέπει να μεταρρυθμιστεί ως προς το επιμέρους ποσό αυτής, που αφορά την αμοιβή για τη σύνταξή της, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου ανακοπής ως ουσία, βάσιμου.

Εφαρμοστέα, εν προκειμένω, τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 58 παρ. 3 σε συνδυασμό με το Παράρτημα Ι περιπτ. ΣΤ του ν. 4194/2013 και, συνεπώς, η νόμιμη αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ` ης για τη σύνταξη των ανακοπτόμενων, πανομοιότυπων κατά τα λοιπά, από 25/9/2019 τριών επιταγών προς εκτέλεση, για κάθε μία εκ των οποίων, εν όψει και της έκτασής τους (μισή σελίδα. εκάστη), ο συντάξας δικηγόρος απασχολήθηκε για μία ώρα, ανέρχεται στο ποσό των ογδόντα (80) ευρώ για εκάστη επιταγή. Η εν λόγω αμοιβή είναι ανάλογη με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, το χρόνο που απαιτήθηκε, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, και ειδικότερες περιστάσεις που αφορούν στην υπό κρίση υπόθεση.

[…]