Στην δικηγορική πρακτική αντιμετωπίζεται αρκετά συχνά το φαινόμενο της μερικής νίκης/ήττας ενός διαδίκου. Στην περίπτωση αυτή γεννιέται ευλόγως το ερώτημα αν ο μερικώς νικήσας διάδικος (ενάγων/εναγόμενος), που δεν επιθυμεί να ασκήσει αυτοτελή έφεση και, σε κάθε περίπτωση, έχει απολέσει την προθεσμία άσκησης έφεσης, έχει το δικαίωμα να ασκήσει αντέφεση και υπό ποιες προϋποθέσεις. Στην παρούσα εργασία δίνεται απάντηση στο ερώτημα αυτό (επικεντρωμένο στην περίπτωση του μερικώς νικήσαντος εναγομένου, του οποίου απορρίφθηκαν πρωτοδίκως μία ή περισσότερες προβληθείσες ενστάσεις) μέσα από τα πορίσματα της νομολογίας και της θεωρίας, στις οποίες γίνεται και σχετική παραπομπή, όπου απαιτείται :
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που προσβάλλονται με την έφεση, και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση της αντεφέσεως, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης, που προσβάλλονται με την έφεση, ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή το περιεχόμενο τους πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια1.
Ως κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, θεωρούνται εκείνα που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή προστασίας, ενώ συνέχονται με εκείνα που έχουν εκκληθεί όσα : α) αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης, β) αποτελούν προκριματικό ζήτημα της παραδοχής της έννομης προστασίας, γ) όταν οι διατάξεις της εκκαλούμενης έχουν τέτοια συνάφεια προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, ώστε η επ’ αυτών διαφορετική κρίση του δικαστηρίου να επηρεάζει την κρίση και στα κεφάλαια που έχουν εκκληθεί με την έφεση και δ) πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία2.
Όταν το εκκληθέν με την έφεση του εναγόμενου κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης αφορά αξίωση της αγωγής, η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο, τούτο, όμως, μπορεί να το εξετάσει μόνο κατά το μέρος που πλήττεται με έφεση ή αντέφεση3. Όταν δε με την έφεση του ο εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ολοσχερώς, τότε χωρεί αντέφεση του ενάγοντος, με την οποία παραπονείται για το απορριφθέν μέρος αυτής4. Επομένως, κάθε κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως αντιστοιχεί σε μία αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στα πλαίσια της αυτής διαφοράς) αλλά και εκκρεμοδικία5.
Τέτοιο αυτοτελές αντικείμενο δίκης δημιουργεί λ.χ. η ανταγωγή6 ή η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, όχι όμως και οι ενστάσεις, οι οποίες λόγω ακριβώς του αμυντικού τους χαρακτήρα, δεν εισάγουν ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης ούτε διευρύνουν το αρχικό, δεν παρέχουν αυτοτελή έννομη προστασία και δεν ιδρύουν ιδιαίτερο κεφάλαιο, διάφορο εκείνου που διαγιγνώσκει την αγωγική αξίωση7. Για το λόγο αυτό η δικαστική διάγνωση του παραδεκτού και της βασιμότητας της ενστάσεως εμπεριέχεται στη διάγνωση του κυρίου αντικειμένου της δίκης8. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα στο ίδιο κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αποφαίνεται περί του παραδεκτού και της βασιμότητας του αυτοτελούς αιτήματος παροχής έννομης προστασίας, να συμπεριλαμβάνεται και η κρίση του δικαστηρίου περί του παραδεκτού και της βασιμότητας και οποιασδήποτε ενστάσεως, που προβλήθηκε ως άμυνα κατά του αιτήματος αυτού9.
Έτσι, η έφεση και η αντέφεση πλήττουν το ίδιο κεφάλαιο της εκκληθείσας αποφάσεως όταν με αυτές προσβάλλονται αντιστοίχως η ολική ή μερική παραδοχή της αγωγής και αντιστοίχως η απόρριψη ή η παραδοχή των ενστάσεων γενικώς10, αδιαφόρως δηλαδή αν πρόκειται για ενστάσεις καταχρηστικές (όπως λ.χ. η από το άρθρο 300 ΑΚ ένσταση συντρέχοντος πταίσματος ή η από το άρθρο 416 ΑΚ ένσταση εξοφλήσεως της επίδικης οφειλής) είτε γνήσιες, στηριζόμενες δηλαδή σε δικαίωμα του ουσιαστικού δικαίου, δυνάμενο να ασκηθεί και με αγωγή, αυτοτελείς (όπως λ.χ. η από το άρθρο 272 § 1 ΑΚ ένσταση παραγραφής) ή μη αυτοτελείς (όπως λ.χ. η από το άρθρο 325 ΑΚ ένσταση επισχέσεως), αφού η πρόταση καμιάς από αυτές δεν επιφέρει εκκρεμοδικία11.
Εξάλλου, αντέφεση δικαιούται να ασκήσει κάθε εφεσίβλητος (ενάγων, εναγόμενος, παρεμβαίνων) και όταν ακόμη έχει αποδεχθεί την απόφαση ρητώς) ή σιωπηρώς ή έχει παραιτηθεί από προηγουμένως ασκηθείσα από αυτόν έφεση, αρκεί να έχει έννομο συμφέρον. Τέτοιο έννομο συμφέρον έχει ο εφεσίβλητος, κυρίως αν με το διατακτικό της πρωτόδικης αποφάσεως ηττάται και αυτός εν μέρει. Αν αντιθέτως, έχει νικήσει ολοσχερώς, η αντέφεση δεν μπορεί να έχει αίτημα και απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 516 παρ. 2 και 532 του ΚΠολΔ.
1ΑΠ 212/2006 στη Νόμος, ΕφΛαμ 212/2009, ΕφΑΘ 4561/2003 στη Νόμος, ΕφΛαρ 102/2004 Δικογρ 2004,319, ΕφΘεσ 13/1993 ΕλλΔνη 1994.645, ΕφΑΘ 9349/1986 ΕλλΔνη 1989.327
2ΑΠ 212/2006, ΑΠ 1396/2002, ΑΠ 317/2002 στη Νόμος, ΕφΑθ 2557/2011 ΕφΑΔ 2011, σελ. 1070 Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε` 2003 παρ. 617
3ΑΠ 496/2010 Νόμος
4ΑΠ 151/1976, ΝοΒ 1976.693, ΕφΔυτΜακ 62/2011 Αρμ 2012, 1082, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 1993, παρ. 617, σελ. 199, ΜονΠρΘεσσαλ 18581/2017 στη Νόμος, πρβλ ΜονΕφΠειρ 371/2016, 376/2016
5ΑΠ 1449/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 842/2010, ΕΠολΔ 2010/861, ΑΠ 798/2010, ΕΠολΔ 2010/862, ΑΠ 174/2010, ΔΕΕ 2010/919, ΑΠ 173/2010, ΧρΙΔ 2011/180, ΑΠ 925/1991, ΝοΒ 1992/550
6ΑΠ 672/1993, Δνη 1994/1271 = ΕΕΝ 1994/441, ΕφΔωδ. 37/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
7ΑΠ 76/2015, στη Νόμος, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 112, αρ. 86, σελ. 181
8Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1190 επομ., σελ. 310
9ΑΠ 249/2016, ΑΠ 1543/2007, αμφότερες σε Νόμος
10Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε Δνη 39/749 επομ. [752]
11Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1987, σελ. 162, όπου και κατηγοριοποίηση των ενστάσεων σε σελ. 67 επομ.