ΑΠ 1346/2013 (βλ. ομοίως : ΑΠ 1399/2014, 1105/2020)

Με την υπόψη απόφαση κρίθηκε το ζήτημα της περαιτέρω εκδίκασης μιας υπόθεσης, στην περίπτωση που ο Άρειος Πάγος έχει αναιρέσει για δεύτερη φορά απόφαση για την ίδια αυτή υπόθεση. Ειδικότερα κρίθηκε υπό ποιους όρους θα γίνει η υποχρεωτική εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στην ουσία από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όπως ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ.

Θα πρέπει απλώς να επισημανθεί ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της υπόψη απόφασης δεν προβλεπόταν ρητά στις οικείες διατάξεις του Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (βλ. άρθρο 580 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠολΔ ως ισχύει σήμερα) η υποχρέωση επίσπευσης νέας συζήτησης της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο, κατόπιν κλήσης που θα καταθέσει ο επιμελέστερος των διαδίκων, και το ανώτατο ακυρωτικό κατέληξε στην κρίση αυτή ερμηνευτικά, εφαρμόζοντας αναλογικά την διάταξη του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι : “Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση”.

Παρατίθεται το κρίσιμο απόσπασμα της απόφασης :

[…]

Εξάλλου από τις συνδυασμένες διατάξεις, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και ορίζει ότι, αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για παραπέρα εκδίκαση μετά από πρώτη αναίρεση, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης, της παραγράφου 2 του άρθρου 570 ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο μετά την αναίρεση υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας και της παρ. 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραπομπής μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237, προκύπτουν τα εξής :

Σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής απόφασης για την ίδια υπόθεση ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει ο ίδιος την υπόθεση κατ’ ουσίαν, λειτουργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί όμως αμέσως μετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, έστω και αν οι διάδικοι, ενόψει της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υπόθεσης, αφού δεν υφίσταται και δεν νοείται υπό την ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων ενοποιημένο στάδιο συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και της ουσίας της υπόθεσης.

Το αναιρετικό τμήμα, το οποίο, όταν δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση, οφείλει να τηρεί και τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 581 παρ. 2 και 570 παρ. 2 ΚΠολΔ, συζητεί την υπόθεση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, αφού όμως κατατεθούν προτάσεις σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 237 και αφού μετά την αναίρεση παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις. Μπορεί, δηλαδή, να προβληθούν από τους διαδίκους στον Άρειο Πάγο, με κρίσιμη χρονική αφετηρία τη μετά την αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης κατ’ ουσίαν, νέοι ισχυρισμοί, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 και 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, ή και να ασκηθούν από τον εκκαλούντα πρόσθετοι λόγοι έφεσης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ενδεχόμενη ταυτόχρονη εξέταση, ύστερα από μια ενιαία συζήτηση, τόσο της αίτησης αναίρεσης, όσο και της ουσίας της υπόθεσης, στην περίπτωση βέβαια που η πρώτη γίνει δεκτή, συνεπάγεται τη δυσχέρανση ή και τη ματαίωση ουσιαστικά της άσκησης εκ μέρους των διαδίκων των πιο πάνω ευχερειών και παράλληλα επιβάλλει σ’ αυτούς, κατά παραγνώριση της αρχής της οικονομίας της δίκης, το υπέρμετρο και συχνά περιττό δικονομικό βάρος της κατάθεσης προτάσεων για την ουσία της υπόθεσης σε όλη τη δυνατή έκταση, αφού αυτοί δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων αν θα αναιρεθεί και σε ποια έκταση η προσβαλλόμενη απόφαση και συνακόλουθα ποια είναι τα όρια της εκδίκασης της υπόθεσης στην ουσία.

Έτσι για την εκπλήρωση της επιβαλλόμενης στον Άρειο Πάγο, από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, υποχρέωσης για εκδίκαση, μετά από δεύτερη αναίρεση, της υπόθεσης κατ’ ουσίαν, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης, ενώπιον του αναιρετικού τμήματος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο ουσίας, ύστερα από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους, σύμφωνα με τις προβλέψεις της διάταξης του άρθρου 581 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.