Με αφορμή την τροποποίηση διατάξεων του οικογενειακού δικαίου με το νόμο 4800/2021 (ΦΕΚ Α 81/21.5.2021), έχει γίνει πολλή συζήτηση για τον θεσμό της επιμέλειας ανήλικου τέκνου και ιδίως για την δυνατότητα που εξασφαλίζει ο αστικός νομοθέτης να ανατεθεί η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου από κοινού και στους δύο γονείς (συνεπιμέλεια).

Με την κάτωθι απόφαση (ΜΠΠειρ 507/2021) ανατέθηκε η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου από κοινού στον πατέρα και στην μητέρα του, κατ’ εφαρμογή του προϊσχύοντος νομικού καθεστώτος (πριν την τροποποίηση που επήλθε με το ν. 4800/2021), γεγονός που αποδεικνύει ότι ο θεσμός της συνεπιμέλειας δεν εισήχθη το πρώτον με το νόμο αυτό, αλλά υπήρχε και πριν ως δυνατότητα, της οποίας όμως έκαναν περιορισμένη χρήση τα ελληνικά δικαστήρια, είτε από λόγους γενικούς, που αφορούσαν τις γενικώς επικρατούσες αντιλήψεις της κοινωνίας και της επιστήμης στο θέμα αυτό, είτε από λόγους ειδικούς, που αφορούσαν τις συνθήκες και τα πραγματικά περιστατικά κάθε μεμονωμένης υπόθεσης, τα οποία κρίνονταν (προφανώς) μη κατάλληλα για την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου και στους δύο γονείς από κοινού.

Βέβαια θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι, με την νομοθετική τροποποίηση που επήλθε στο οικογενειακό δίκαιο και κυρίως με τον δημόσιο διάλογο-διαβούλευση, που προηγήθηκε αυτής, ο θεσμός της συνεπιμέλειας προβλέπεται, πλέον, ρητά και γι’ αυτό αποτελεί μια πιο θελκτική (ενδεχομένως), σε σχέση με το παρελθόν, επιλογή στα μάτια του έλληνα δικαστή, στην κρίση του οποίου επαφίεται αποκλειστικά το ζήτημα της ανάθεσης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου σε περίπτωση διαζυγίου ή διάστασης των συζύγων-γονέων, με αποκλειστικό γνώμονα το αληθινό συμφέρον του τέκνου.

Αξίζει να επισημανθούν οι εξής παράμετροι στην εν λόγω υπόθεση : 1) οι γονείς ήταν αμφότεροι κάτοικοι στην ίδια πόλη, 2) το τέκνο ήταν ηλικίας 12 ετών (πήγαινε στην έκτη Δημοτικού) και πριν την άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων διέμενε με τον πατέρα του, ο οποίος είχε εν τοις πράγμασι (de facto) την επιμέλειά του, 3) η άσκηση της επιμέλειας καθώς και η διαμονή του τέκνου στην οικία των γονέων του κατανεμήθηκαν ημερολογιακά ως εξής : κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή και κάθε δεύτερο και τέταρτο Σαββατοκύριακο κάθε μήνα, θα διαμένει στον πατέρα του, ενώ κάθε Τρίτη και Πέμπτη και κάθε πρώτο και τρίτο Σαββατοκύριακο κάθε μήνα, από τις 10.00 το πρωί του Σαββάτου μέχρι το πρωί της Δευτέρας, θα διαμένει στην μητέρα του, κατά δε τις εορτές των Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα, κατά την πρώτη εβδομάδα των εορτών θα διαμένει στον πατέρα και κατά τη δεύτερη εβδομάδα στη μητέρα, εναλλάξ ανά έτος, ενώ κατά τις θερινές διακοπές 15 ημέρες συνεχόμενες τον Ιούλιο και αντίστοιχο διάστημα τον Αύγουστο θα διαμένει με καθέναν από τους γονείς του μετά από συνεννόηση μεταξύ τους (γονέων και ανηλίκου).

Τέλος, με την απόφαση αυτή ρυθμίστηκε και το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα, κατά τον χρόνο που δεν διαμένει με το ανήλικο τέκνο, και επετράπη στον γονέα να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο του καθημερινά, ελεύθερα, στο σταθερό τηλέφωνο της οικίας του γονέα, που θα διαμένει με το ανήλικο τέκνο, ή και με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας (viber, skype κλπ.), εφόσον δεν θα διαταράσσεται το πρόγραμμα σχολικών και εξωσχολικών δραστηριοτήτων του ανηλίκου.

Παρατίθενται κρίσιμα αποσπάσματα της απόφασης 507/2021 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκειμένου να αναδειχθούν τα κριτήρια, που εφάρμοσε το δικαστήριο στην υπόψη υπόθεση και με βάση τα οποία οδηγήθηκε στην λύση της συνεπιμέλειας, ως την πλέον ιδανική λύση για το συμφέρον του συγκεκριμένου ανήλικου τέκνου :

[…]

“Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μόνο της επιμέλειας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της ασκήσεως της γονικής μέριμνας του ανηλίκου είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων σταθερά προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασης τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για το προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της μόνο της επιμέλειας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική συνεπώς κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου.

Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγωγήσεως και της περιθάλψεως του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό τούτο λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 121/2011, ΑΠ 414/2010, AΠ 1316/2009, ΑΠ 952/2007 Νόμος).

Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, κλονίζει σοβαρά την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προύχοντα λόγο, κι αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλοι συνθηκών προσαρμογής. Το αποτέλεσμα όμως αυτό, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου, κάθε άλλο παρά επιτυγχάνεται με την πλήρη αποξένωση του τέκνου από τον άλλο γονέα.

Ήδη αυτή καθ’ εαυτή η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς, εκ λόγων αναγομένων στο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των γονέων στο λειτουργικό τούτο δικαίωμα τους το οποίο τίθεται υπό δικαστική ρύθμιση, παραβιάζονται δε και η αρχή αυτή και οι βασικοί κανόνες διαπαιδαγώγησης, που στηρίζονται στα πορίσματα της παιδικής ψυχολογίας προς βλάβη του ανηλίκου, ενώ παράλληλα δυσχεραίνεται και η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου όταν το τέκνο περιάγεται σε στάση αρνήσεως ή αντιπάθειας έναντι του ετέρου των γονέων από πράξεις ή παραλείψεις εκείνου που έχει την επιμέλεια του (ΑΠ 1976/2008. ό.π.).

Τέλος, σημαντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει κάποια ηλικία και πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα (άρθρο 1511 παρ. 3 ΑΚ), εφόσον εκείνος είναι σε θέση να αντιληφθεί σαφώς το συμφέρον του και τη σημασία της διαφοράς (ΑΠ 1426/2009, ΑΠ 1976/2008, ΕφΛαρ. 3/2011 Νόμος)”.