ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ – ΝΟΜΙΜΗ Η ΧΡΗΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ-ΒΙΝΤΕΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΥΚΛΩΜΑΤΟΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ

Με την 254/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου (Ζ’ ποιν.τμ.) κρίθηκε ότι είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων προσώπου, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν υλικό από εσωτερικό κύκλωμα τηλεόρασης, που είχε νομίμως εγκατασταθεί στην πυλωτή της πολυκατοικίας και από το οποίο αποδείχτηκε η ταυτότητα του δράστη εμπρησμού, τον οποίο είχε διαπράξει σε όχημα ενοίκου της πολυκατοικίας. Κρίθηκε λοιπόν ότι ήταν νόμιμη η δικονομική αξιοποίηση του συγκεκριμένου βιντεοληπτκού υλικού, καθώς και των εξ’ αυτού εξαχθεισών φωτογραφιών, από το κλειστό κύκλωμα καταγραφής ιδιωτικού χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, το οποίο, κατά την αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα προανάκριση, είχε κατασχεθεί, λόγω της σοβαρότητας των τελεσθέvτων αδικημάτων και ως το μοναδικό αποδεικτικό μέσο, από το οποίο ηδύνατο να προκύψει ο δράστης των υπό κρίση άδικων πράξεων.

Το σκεπτικό του δικαστηρίου ήταν ότι η χρήση του υλικού αυτού ήταν νόμιμη :

Πρωτίστως διότι στην εν λόγω περίπτωση το παραβιασθέν συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος στα προσωπικά του δεδομένα (άρθρ. 9 Α του Συντάγματος) δεν άπτεται αμέσως του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας, που θα απαιτούσε τη συναίνεση αυτού, αφού η συμπεριφορά, που καταγράφηκε και περιέχεται στο ένδικο βιντεοληπτικό υλικό, ουδεμία σχέση έχει με ιδιωτική του πράξη, ούτε έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, δεδομένου ότι, οι κάμερες κλειστού κυκλώματος κατέγραψαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του ή σε ιδιωτικό προσωπικό του χώρο, ενώ επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, εν όψει του ότι τα πληγέντα από τις υπό κρίση πράξεις του δράστη αγαθά κρίνονται σαφώς υπέρτερα εκείνου της προστασίας των προσωπικών του δεδομένων. Σε αντίθετη περίπτωση η εν λόγω απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος), αφού δεν θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού αποδεικτικού μέσου, στο οποίο βασίζεται η καταγγελία, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία του απροστάτευτου εν λόγω θύματος των άνω αξιοποίνων πράξεων, ήτοι υπέρτερων εννόμων αγαθών, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, καμία ακυρότητα δεν δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και το ανωτέρω βιντεοληπτικό υλικό, εφόσον, όπως εκτενώς αναπτύχθηκε παραπάνω, δεν πρόκειται για αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο προέκυψε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρου 177 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. ή των συνταγματικών διατάξεων 19 παρ. 3 και 9Α του Συντάγματος ή της διάταξης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

[…]

Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν.3674/10.7.2008, “αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κατ’ εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και, επομένως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικό μέσο που έχει αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις. Η χρησιμοποίηση δε στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ’ Κ.Ποιν.Δ., η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Σκοπός της αποδεικτικής απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου που αποκτήθηκε παρανόμως είναι η προστασία θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία ο συντακτικός νομοθέτης έχει αναγνωρίσει ως υπέρτερα της βασικής αρχής του ποινικού δικαίου για διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας.

Εξάλλου, ειδικότερη συνταγματική πρόβλεψη για τις αποδεικτικές απαγορεύσεις επήλθε με την προσθήκη της παραγρ. 3 στο άρθρο 19 Σ από τον αναθεωρητικό νομοθέτη (2001), η οποία επέφερε μια αποφασιστική αλλαγή στις δυνατότητες αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με προσβολή θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, αφού πλέον, κατά τους ορισμούς της διάταξης αυτής, “Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α”. Τα συνταγματικά δικαιώματα που ο νομοθέτης επέλεξε να ανάγει σε απολύτως απαραβίαστα είναι εκείνα που προστατεύονται από τα άρθρα 9, 9 Α και 19 Σ. Εξάλλου, το άρθρο 9 του Συντάγματος προστατεύει το οικιακό άσυλο και τον ιδιωτικό-οικογενειακό βίο. Με την θέσπιση απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού που αποκτήθηκε κατά παράβαση του άρθρου αυτού, ο νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει το άτομο από παραβιάσεις συντελούμενες από κρατικό όργανα κατά τη διαδικασία της κατ’ οίκον έρευνας. Ο ιδιωτικός βίος, αντίστοιχα, του οποίου η προστασία κατοχυρώνεται από την ως άνω διάταξη, κινδυνεύει από πράξεις παρακολούθησης όχι μόνον των κρατικών οργάνων, αλλά και από ιδιώτες. Κατά δε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος : “Κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του Νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, την δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου. Κατ’ αντιδιαστολή προς την κοινωνική ζωή του ατόμου, ως ιδιωτική ζωή του νοείται το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων του εκείνων που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από τη δημοσιότητα, είτε αποκλειστικά για τον εαυτό του, είτε για έναν στενό κύκλο, τον οποίο ο ίδιος κάθε φορά προσδιορίζει. Έτσι, εκτός από την ερωτική ζωή, τα ζητήματα υγείας και η οικογενειακή ζωή του ατόμου, που βρίσκονται στον πυρήνα του προστατευτέου δικαιώματος, στην έννοια της ιδιωτικής ζωής εμπίπτει ένας ευρύτερος κύκλος υποθέσεών του, ο οποίος ενδέχεται να συμπλέκεται και με την επαγγελματική ζωή. Το άτομο δικαιούται πλέον να ελέγχει και να καθορίζει τον τρόπο συλλογής και επεξεργασίας των πληροφοριών που το αφορούν, και τούτο, με την εγγύηση και συνδρομή μιας ανεξάρτητης αρχής επιφορτισμένης με αυτήν ακριβώς την αρμοδιότητα, της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, η οποία περιλαμβάνεται στις πέντε ανεξάρτητες αρχές που κατοχυρώνει ρητά το Σύνταγμα. Σύμφωνα δε με το Ν.2472/1997, “Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (όπως αυτός ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, μετά τις τροποποιήσεις του στο άρθρο 6 και την προσθήκη άρθρου 7 Α με το άρθρο 8 του Ν.2819/2000 και στα άρθρα 7, 7Α, 11, 19 με το άρθρο 34 του Ν.2915/2001) αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του άνω νόμου ορίζεται ότι “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα” είναι “κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων”. “Υποκείμενο των δεδομένων” είναι “το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός η περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική”. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο. αλλά και τις αιτιολογικές σκέψεις 14-17 στο προοίμιο της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, τα δεδομένα εικόνας, εφόσον αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα, αποτελούν προσωπικά δεδομένα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. δ’ του άνω Ν.2472/1997 ως “επεξεργασία” Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα” νοείται “κάθε εργασία ή σειρά εργασιών, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή” (ΑΠ 954/2020, 474/2016, 1306/2016).
Περαιτέρω, τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, δεν είναι απόλυτα. Όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Και τούτο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, την οποία το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει πλέον ρητά, ορίζοντας “Τα δικαιώματα του ανθρώπου …τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί… πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το Νόμο… και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Εξάλλου, για να είναι νόμιμοι οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να είναι αντικειμενικοί και απρόσωποι και να προβλέπονται από τον νόμο, ο οποίος δεν χρειάζεται να είναι τυπικός. Τέλος, τα ατομικά δικαιώματα δεν προστατεύονται μόνον έναντι της πολιτείας και των οργάνων της, αλλά και έναντι ιδιωτών που τα προσβάλλουν, αφού πλέον, κατά την ως άνω παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 25 του Συντάγματος, “τα δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν”. Πρόκειται για την λεγόμενη “τριτενέργεια” των συνταγματικών δικαιωμάτων. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α’, β’ και γ’ του ν.2472/1997, τα Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα “για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς, και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας.”. Η συλλογή και επεξεργασία πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στην προσωπική ζωή του ατόμου, με ηπιότερα μέσα επίτευξης του σκοπού, για τον οποίο συγκεντρώνονται οι πληροφορίες. Για να είναι νόμιμη η επεξεργασία θα πρέπει να διενεργείται για τον σκοπό για τη θεραπεία του οποίου αποσκοπεί και όχι για άλλο σκοπό (ΣτΕ 1616/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, το άρθρο 5 παρ. 1 του ως άνω ν.2472/1997 ορίζει: “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του”. Ο θεμελιώδης όμως αυτός κανόνας, ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου, δεν είναι απόλυτος. Έτσι, ο ίδιος ο ν.2472/1997 – ο οποίος επαναλαμβάνει, εν προκειμένω, την τότε ισχύουσα κοινοτική Οδηγία 95/46/ΕΚ – ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 2α έως ε’ ότι, “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Έτσι η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας τους αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (ΣτΕ 1616/2012, ΣτΕ 2254/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνταγματικών αρχών, όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) και οι αρχές της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης.

Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ’ του Ν.2472/1997, που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων. σύμφωνα με το οποίο “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση όμως για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή τα οποία χρησιμοποιούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας, ΣΤΕ 1616/2012, ΣΤΕ 2252/2005, ΑΠ 1923/2006). Έτσι, έχει κρίνει κατ’ επανάληψη η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ότι η χρήση ενώπιον δικαστηρίου προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεχθεί χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ενδιαφερομένου είναι θεμιτή αν “ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα” (βλ.σχ. ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ Νόμος, Αρχή Προστασίας Δεδομένων, 8/2005, 9/2005 και 57/2009).

Εξάλλου, ο Κανονισμός 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 “για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)” τέθηκε σε ισχύ στις 25 Μάιου του 2018, με διττό στόχο: την ενίσχυση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και την ανεμπόδιστη διακίνηση των δεδομένων αυτών. Στη σκέψη 4 του Προοιμίου αυτού επισημαίνεται, ότι “το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτο δικαίωμα – πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο παρών κανονισμός σέβεται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις ελευθερίες και αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, ιδίως τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία σκέψης συνείδησης και θρησκείας την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία”. Υπό αυτήν την έννοια, το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα απόλυτο δικαίωμα και συνεπώς δεν πρέπει να δίδεται προβάδισμα μόνο στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν επί τάπητος υπάρχουν άλλα αντικρουόμενα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, όπως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, ειδικότερα δε, κατά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να εξισορροπήσει τα συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας.

Στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό, ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των όρθρων 1, 2, 3 παρ.1,4 παρ.1, 5 παρ.1 στοιχ. ε, 7 παρ.2 δ στοιχ. γ του ν.2472/1997, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 217, 251, 358, 575 Κ.Ποιν.Δ., είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 49/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Να σημειωθεί δε, ότι οι από το άρθρο 22 παρ. 4 ν.2472/1997 ποινικές κυρώσεις ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται κατ’ αντικείμενο το προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο αδίκημα, όταν ο φερόμενος ως δράστης δεν ερεύνησε ο ίδιος κάποιο αρχείο ή δεν του μετέδωσε τις αποτελούσες προσωπικό δεδομένο πληροφορίες τρίτος που επενέβη σε αρχείο, αλλά τις γνωρίζει από μόνος του (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1372/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, το ζήτημα της χρήσης συστημάτων βιντεοεπιτήρησης για το σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών ρυθμίζεται στην Οδηγία 1/2011 της Αρχής. Βασική προϋπόθεση, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια αφενός ότι τα συλλεγόμενα στοιχεία πρέπει να είναι αναγκαία και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό, και αφετέρου ότι ο σκοπός αυτός δεν δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα. Επίσης, όπως προβλέπεται στο άρ. 2 παρ. α της προαναφερθείσας οδηγίας, “… ο σκοπός της προστασίας προσώπων ή/και αγαθών δικαιολογείται από το έννομο συμφέρον ή την νομική υποχρέωση του ιδιοκτήτη ή του διαχειριστή ενός χώρου να προστατεύσει τον χώρο, καθώς και τα αγαθά που ευρίσκονται στον χώρο αυτό από παράνομες πράξεις …” και “η προστασία προσώπων ή/και αγαθών με συστήματα βιντεοεπιτήρησης μπορεί να επιδιώκεται είτε (…) είτε από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.l.Δ.) ή φυσικό πρόσωπο που διαχειρίζεται τον χώρο ή έχει νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση σύμφωνα με διατάξεις νόμου ή σε εκτέλεση σύμβασης με τον κύριο του χώρου.”. Στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό ότι σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 243, 251, 358, 364 [ήδη 362] 575 Κ.Ποιν.Δ., είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 954/2020, 49/2011, 1202/2011, ΑΠ 171/2017, ΑΠ 1520/2017 Πολιτικό Τμήμα).